Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Δόξα στην αντιπολίτευση της αντιπολίτευσης!


Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *

Μια και η διακυβέρνηση της Ελλάδας έχει παραχωρηθεί δια του στρατηγήματος των μνημονίων στην τρόικα, στην κυβέρνηση-Σαμαρά δεν μένει παρά να αντιπολιτεύεται την αντιπολίτευση, δηλαδή, κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ.

Έτσι θα βαδίσουμε από εδώ και εμπρός. Στο πνεύμα της προπαγανδιστικής λειτουργίας που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα από την Ενωμένη Διαπλοκή την εποχή Σημίτη. Αυτό το πνεύμα κυριαρχεί στα ΜΜΕ, με τις ηγεσίες των τριών κομμάτων  που συγκροτούν την τριλοβική κυβέρνηση να αναλαμβάνουν διακριτούς αντιπολιτευτικούς ρόλους.



Θα είναι σαν ο ΣΥΡΙΖΑ και η αριστερά να κυβερνούσαν τόσα χρόνια και να απειλούν σήμερα και με δεύτερη απανωτή χρεοκοπία την χώρα και το κυβερνητικό κλαμπ της μεταπολίτευσης του 1974 (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, νεοφιλελεύθεροι, κυβερνητικοί αριστεροί) να αγωνίζεται για να μας σώσει από τις συνέπειες της «ηγεμονεύουσας/κυβερνώσας αριστεράς!! Η αριστερά, δηλαδή, που από την προπαγάνδα των διαπλεκομένων, φέρεται να έκανε κουμάντο επί τόσα χρόνια, οδηγώντας την χώρα στην καταστροφή, θα αντιμετωπισθεί με σθένος από τις δυνάμεις εκείνες που κυβερνούσαν, υποταγμένες στη δόλια βούληση του πεζοδρομίου και των αριστερών οι οποίοι είχαν καταλάβει το κράτος!! Παράλογο; Ιστορικά και επιστημονικά «κουφό»; Όχι, απλώς φιλότιμο στοιχείο απολιτικής, ριζοσπαστικά δεξιάς πελατειακής αφήγησης! Οι πελάτες του δικομματισμού το παίζουν ακραιφνείς νεοφιλελεύθεροι, με κατάρες εναντίον του κρατικού ιδεολογήματος, που αποτέλεσε και αποτελεί την πηγή της πολιτείας τους: κρατικοποίηση/κομματοποίηση της αγοράς στο όνομα της απελευθέρωσής της από το κράτος, είναι η συνταγή τους με συστατικό τα «δικά τους παιδιά», όπως τόσες φορές κατά το παρελθόν! Για «σοβιετία» ομιλούν οι δεξιοί απατεωνίσκοι, που από το 1950 έως το 1974 κρατικοποίησαν πρώτα - με το αζημίωτο για τις ξένες εταιρίες που ήλεγχαν τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας – όλες τις υποδομές, για να τις ιδιωτικοποιήσουν στη συνέχεια και να τις κρατικοποιήσουν πάλι.

Πάντα  με τα κέρδη από τις επενδύσεις να μεταφέρονται με τεράστια υπεραξία και μοναδικές για την δυτική Ευρώπη, φορολογικές ρυθμίσεις και ειδικά καθεστώτα, όπως και επιδοτήσεις, σε μια μεταπρατική τάξη άπληστων απατεωνίσκων, που έτσι επαναδομήθηκε σε αστική τάξη μετά τον πόλεμο. Ενώ οι ζημιές, όπως πάντα, μεταφέρονταν άμεσα ή έμμεσα στον προϋπολογισμό, επιβαρύνοντας το εθνικό χρέος της χώρας (δημόσιο και ιδιωτικό). Και μετά, νάσου πάλι ιδιωτικοποιήσεις, η ανερμάτιστη πολιτικά φιλολογία περί «προβληματικών» και πάλι κρατικοποιήσεις με την ίδια οικονομική τεχνολογία του πελατειακού κράτους, που πλέον επί Ανδρέα Παπανδρέου διευρύνθηκε, προσθέτοντας στο μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς, το μεταχουντικό κράτος του ΠΑΣΟΚ. Τεράστιοι οικονομικοί πόροι κατασπαταλήθηκαν, διαμορφώνοντας ένα ιδιαίτερο καθεστώς πλουτοκρατών που ελάχιστη σχέση είχαν με το Δυτικό επιχειρείν, παράλληλα με ένα πλήθος κακομαθημένων δημοσίων υπαλλήλων / κομματικών στελεχών ή μελών, οι οποίοι μεσολαβώντας στην διαδικασία ανάπτυξης της κρατικοδίαιτης ελληνικής επιχειρηματικότητας ή της ανθούσας παραοικονομίας, απομυζούσαν κι αυτοί πόρους και ενίσχυαν την στρεβλή παραγωγική ανάπτυξη της χώρας, δομώντας έναν καιροσκοπικό, σπάταλο, ιδιαίτερα ατομικιστικό και αντιπαραγωγικό μικροαστισμό δίπλα και ως απαραίτητο παράγοντα για την διασφάλιση της υπερσυσσώρευσης από την αλήτικη αστική τάξη της χώρας. Η σύνθεση αυτή διαμόρφωσε ένα σχεδόν μαφιόζικο σύστημα λειτουργίας κράτους και αγοράς, που έφερε την Ελλάδα στα πρόθυρα της πτώχευσης μεταξύ 1991-1993. Τα speads τότε είχαν σαφώς μεγαλύτερο εύρος από εκείνα που καταγράφηκαν κατά την περίοδο που ο Γιώργος Παπανδρέου κήρυξε την χρεοκοπία της χώρας από το Καστελόριζο. Και μετά πάλι ιδιωτικοποιήσεις με παράλληλο κατατεμαχισμό του δημόσιου τομέα και θεσμικές ρυθμίσεις που τον προσάρμοζαν στα δεδομένα της ΕΕ, αυξάνοντας όμως, αντί να μειώνουν, τον έλεγχο του δημοσίου από τον δικομματισμό και μια χούφτα επιχειρηματιών που αποτελούσαν τους σπόνσορες και νταβάδες του δικομματικού πελατειακού κράτους.

Τα θαλασσοδάνεια και η έμμεση ιδιοποίηση της παραγόμενης υπεραξίας από τον δημόσιο τομέα από μία τάξη δήθεν εκσυγχρονισμένων επιχειρηματιών, όπως και η εκμετάλλευση της παραοικονομίας και της άναρχης μετανάστευσης, προσέδωσαν ένα νέο τόνο στην αθλιότητα του κράτους πατρωνίας της Ελλάδας, ορίζοντας πλέον για τα καλά τον μηχανισμό της διαπλοκής. Αυτός ανέλαβε την αναπαραγωγή πελατειακού κράτους και αγοράς μέσω ζοφερών σκανδάλων, μέχρι να φτάσουμε στην βεβιασμένη χρεοκοπία, καθώς πλέον η υπόθεση είχε ξεχειλώσει και η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση οδηγούσε στο τέλος του φτηνού χρήματος για χώρες όπως η Ελλάδα, όπως και στο τέλος του τριτοκοσμικού μοντέλου ανάπτυξής της, που χαρακτηρίστηκε από υπερδιόγκωση ενός σπάταλου κομματικοποιημένου δημόσιου τομέα που εδραιώθηκε στην βάση της παθογένειας της επιχειρηματικής σφαίρας. Το πρώτο συντηρούσε το δεύτερο, ενώ το δεύτερο ενίσχυε το πρώτο.

Και αντί σήμερα να καταλάβουμε ότι η λειτουργία του δημόσιου τομέα και η δομή της αγοράς αποτελούν τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος, συνεχίζουμε την μυθοπλασία που θέλει τον ιδιωτικό τομέα να εξυγιαίνει τον δημόσιο, για να αναλάβει στην συνέχεια ο δημόσιος, μέσω του προϋπολογισμού, να καλύψει τα χρέη που θα αφήσει πίσω του ο «ορθολογιστής» ιδιώτης επενδυτής – είτε με κρατικοποίηση εκ νέου (κοινωνικοποίηση την λένε κάποιοι απολύτως εσφαλμένα), είτε δια της κάλυψης των ζημιών του τραπεζικού τομέα που παίζει τον ρόλο του «μεγα-επιχειρηματία». Κουραστικά επαναλαμβανόμενες διαδικασίες δηλαδή, που επιβαρύνουν το εθνικό χρέος των Ελλήνων, είτε με την μορφή του δημόσιου, είτε με την μορφή του ιδιωτικού χρέους. Και στις δύο περιπτώσεις, εσύ θα πληρώσεις, εργαζόμενε και οι επόμενες γενιές θα επιβαρύνονται, υποβαθμίζοντας διαρκώς το πραγματικό επίπεδο ευημερίας τους. Αλλά, βλέπεις, η αίσθηση (ρουσφέτι) ή ψευδαίσθηση του μικροσυμφέροντος σε οδηγεί να στηρίζεις με τον τρόπο σου αυτόν τον μηχανισμό υποτέλειας και αλλοτρίωσης, αντί να αντιδράσεις πολιτικά.

Σήμερα η κυβέρνηση αυτή, που φιλοδοξεί εξ αρχής να αποτελέσει τον Μεγάλο Συνασπισμό Εξουσίας των Διαπλεκομένων, δείχνει να έρχεται για να απελευθερώσει τον κυβερνητικό εαυτό της από δήθεν αριστερές δουλείες του παρελθόντος και να χειραφετηθεί από το «αριστερό» ιδεολόγημα περί Κράτους Δικαίου, ή ακόμη και το παραδοσιακό ιδεολόγημα περί μοντέρνου κράτους γενικώς. Αντί για ουσιαστική διάκριση των εξουσιών και ενδυνάμωση του δημόσιου χαρακτήρα της πολιτείας και των μη-εξατομικευμένων αγαθών, για αποκρατικοποίηση και αποκέντρωση δηλαδή υπέρ του δημοσίου, της κοινότητας, του φυσικού περιβάλλοντος και των επόμενων γενιών, οδηγούμαστε στην βήμα-βήμα απόλυτη ιδιωτικοποίηση όσων παραμένουν στον έλεγχο του κράτους.   

Έτσι φτάσαμε με το σύνθημα για αποκρατικοποίηση να εννοούμε ιδιωτικοποίηση, δηλαδή ιδιοποίηση κοινωνικού πλούτου και αγαθών, ακόμη και με την στενή έννοια, προς όφελος των δεσποζόντων συμφερόντων στην Ελλάδα, ασφαλώς και των διεθνών παραγόντων που αντλούν υπεραξία (μέρος του εθνικού πλούτου) μέσω αυτών. Προς όφελος της διαπλεκόμενης μεταπρατικής τάξης της χώρας μας, με άλλα λόγια, και των αλλοδαπών τυχοδιωκτικών - στις περισσότερες περιπτώσεις – κεφαλαίων, που χρησιμοποιούν την πρώτη ως μεσάζοντες από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους στο 80% των περιπτώσεων. Η μεθόδευση της χρεοκοπίας της χώρας με τα μνημόνια και την δανειακή σύμβαση σε συνδυασμό με την αντεθνική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους και τον εξευτελισμό των χρηματιστηριακών αξιών, διαμορφώνουν ένα πρώτης τάξεως πλαίσιο εκποίησης / ρευστοποίησης των ενεργητικών του δημοσίου προς όφελος συγκεκριμένων κερδοσκοπικών συμφερόντων, που προστατευμένα από την εντόπια διαπλοκή – όπου δεν ταυτίζονται - και υποτελή στις «προστάτιδες δυνάμεις» της χώρας, θα κάνουν άλλη μία αρπαχτή, με ελάχιστο σχετικά κίνδυνο, αλλά φαινομενικά μεγάλο ρίσκο. Σε κάθε περίπτωση, εάν στην Ελλάδα δεν υπάρξουν επαναστατικές διαδικασίες ή ριζοσπαστικές μεταβολές του ηγεμονικού μοντέλου, οι «επενδυτές» αυτοί θα εργαστούν σε ένα περιβάλλον πολύ υψηλής κερδοφορίας και αφού πτωχεύσουν σύντομα, εξαιτίας της ταχύτατης υπερσυσσώρευσης που θα επιδιώξουν, θα επιβαρύνουν διπλά τον κρατικό προϋπολογισμό, ώστε να καλυφθούν τα ανοίγματα του τραπεζικού τομέα και η κοινωνική καταστροφή από την επαπειλούμενη ανεργία και γενικότερη νέα, πιο κρίσιμη απορρύθμιση που θα προκληθεί.

Αποκρατικοποίηση σημαίνει ότι η κυβέρνηση και τα κόμματα παύουν να κάνουν μπίζνες με επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα. Σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν είναι βιομήχανος ούτε έμπορος. Σημαίνει ότι δεν διορίζει τις διοικήσεις στις δημόσιες επιχειρήσεις. Σημαίνει ότι δεν παίζει πελατειακό παιχνίδι με αυτές  Σημαίνει με μια κουβέντα, ότι αφού χαράξει σαφείς στόχους πολιτικής κλάδου, αφήνει ελεύθερες τις διοικήσεις των εργαζομένων σε κάθε επιχείρηση να αναπτύξουν την στρατηγική και το πρόγραμμα δράσης της επιχείρησης, ελέγχοντας αυστηρά την πορεία τους στη βάση της αυτοδιοίκησής τους, δίχως συντεχνιακά προνόμια και άλλες στρεβλώσεις που δημιουργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια εξαιτίας του κομματισμού της διοίκησης. (Και αυτό η αριστερά το προκάλεσε;) Αποκρατικοποίηση σημαίνει απλά, σεβασμός του στρατηγικού, δημόσιου χαρακτήρα τομέων της οικονομίας και απελευθέρωση δημοσίων επιχειρήσεων αυτών των τομέων από τον κομματισμό και τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Σημαίνει εξοβελισμό της κυβέρνησης και των κομμάτων από το επιχειρείν και την διοίκηση των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Εξοβελισμό των οργάνων του κράτους από την διοίκηση επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα, όπως ακριβώς και εξοβελισμό των νταβάδων και άλλων μεγαλοεπιχειρηματικών συμφερόντων από τον έμμεσο έλεγχό τους. Αποκρατικοποίηση του δημόσιου χώρου δεν σημαίνει, λοιπόν, ιδιωτικοποίηση. Είναι η νεοφιλελεύθερη αφήγηση που έντεχνα – αλλά πολιτικά απολύτως πρόστυχα – συγχέει τις αποκρατικοποιήσεις με τις ιδιωτικοποιήσεις. Μικρότερο κράτος δεν σημαίνει υποκατάσταση του δημόσιου χώρου από την ιδιωτική σφαίρα: ιδιοποίηση, δηλαδή, των δημόσιων υποδομών και παραγωγικών δυνάμεων, αν και αυτό καθόλου δεν αποκλείει την δραστηριότητα ιδιωτών στον δημόσιο τομέα σε επίπεδο τεχνογνωσίας και τεχνολογίας διοίκησης. 

Στην Ελλάδα ήδη σε πολύ μεγάλο βαθμό η οικονομία έχει θεωρητικά «αποκρατικοποιηθεί», δίχως να έχει στην πραγματικότητα αποκρατικοποιηθεί δια της αποκομματικοποίησης και της δημοκρατικής λειτουργίας οργανισμών και επιχειρήσεων της λεγόμενης «κοινής ωφέλειας». Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες της ΕΕ, όπως για παράδειγμα η Γερμανία, η Αυστρία, η Γαλλία και η Σουηδία, δεν έχουν υπάρξει αποκρατικοποιήσεις στρατηγικών τομέων της οικονομίας δίχως ιδιωτικοποιήσεις. Εδώ η αποκρατικοποίηση είναι συνώνυμο της ιδιωτικοποίησης. Και αυτό με την δικαιολογία ότι ο δημόσιος τομέας είναι διεφθαρμένος και ανίκανος. Το απίθανο μάλιστα είναι ότι οι χιλιοαποδεδειγμένα διεφθαρμένοι και ανίκανοι, με τα εκατοντάδες μείζονα σκάνδαλα στην πλάτη μαζί με την χρεοκοπία της χώρας, θεωρούν ότι πρέπει να παραδώσουν στρατηγικούς τομείς της οικονομίας στους ιδιώτες, διότι οι ίδιοι είναι ανίκανοι να εξυγιάνουν τον δημόσιο χώρο. Να απαλλαγούν, με άλλα λόγια, από τις δουλείες που έχουν δημιουργήσει, ιδιαίτερα μετά το 1974. Αυτή η αντίφαση περιέχει παρόλα αυτά, μία πικρή αλήθεια. Το 30% του ελληνικού λαού προσέφερε την διακυβέρνηση της χώρας ξανά σε εκείνους που δεν θα μπορούσαν ποτέ πλέον να κυβερνήσουν στο πλαίσιο του κοινωνικού συμφέροντος, ακόμα και αν το ήθελαν. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να καταστρέψουν αυτό που με τόσο αριβισμό κατασκεύασαν από το 1974 μέχρι σήμερα, ενισχύοντας παράλληλα τα διαπλεκόμενα συμφέροντα, στα οποία θα μεταβιβαστεί, όχι απλώς η αγορά, αλλά ολόκληρη πλέον η ελληνική κοινωνία, ως φέουδο, υπό την αιγίδα και την επιτροπεία της τρόικας. Αν εξετάσετε μάλιστα την φύση αυτών των ιδιωτικών συμφερόντων, θα ανατριχιάσετε τόσο από την θεσμική δομή τους, όσο και από την μέχρι τώρα οικονομική τους πορεία. Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς, όσο κι αν ψάξει να βρει πιο ανίκανους, παρωχημένους και σαφώς αντιπαραγωγικούς, με αδιαφορία για το περιβάλλον μεγαλοεπιχειρηματίες από τους δικούς μας  στην Δυτική Ευρώπη. Ήταν / είναι τέτοιο το σύστημα που εκμηδένισε και τους πλέον ικανούς και καινοτόμους επιχειρηματίες στην χώρα μας!

Με μια κουβέντα, οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν ένα ακόμη βήμα εξευτελισμού της πολιτικής τάξης της χώρας, που δεν μπορεί να πράξει τίποτα περισσότερο υπό τις σημερινές συνθήκες, παρά να αποτελέσει το θεσμικό χέρι των νέων προστάτιδων δυνάμεων της Ελλάδας, οι οποίες την επόμενη δεκαετία σκοπεύουν να επαναθεμελιώσουν τον μεταπρατικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας. Τούτο, στον βαθμό που ολοκληρωθεί, θα οδηγήσει στην υποχώρηση της δημοκρατικής πολιτικής και της ουσιαστικής ευημερίας στο επίπεδο της δεκαετίας του 1950. Η επιχείρηση αυτή σήμερα διασκεδάζεται με την συγκυβέρνηση να υποδύεται την αντιπολίτευση στην κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, έτσι ώστε η νέα μετεκλογική φαρσοκωμωδία να υποβαθμίζει κι άλλο τον πολιτικό πολιτισμό στην χώρα και γενικότερα βασικές αρχές ανάπτυξης του δημοκρατικού φαινομένου στον κοινοβουλευτισμό. Πλέον στην πολιτική θα κυριαρχούν οι πιο αδίστακτοι αλητήριοι, μέχρις ότου η ελληνική δημοκρατία αποκτήσει αναλογίες του τέλους του καθεστώτος της Βαϊμάρης.  

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.