Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

«Καθρέφτης»

ΞΕΝΗ


Τα πρωινά της Κυριακής στον ηλεκτρικό δεν είναι τόσο χάλια όσο τις καθημερινές που ο κόσμος στριμώχνεται στα βαγόνια σαν σαρδέλες. Βρίσκεις θέση να κάτσεις με την άνεση σου και να αγναντεύεις από το παράθυρο μέχρι να φτάσεις στον προορισμό σου. Θα μου πεις και ποιος τρελός σηκώνεται Κυριακή πρωί να πάρει βόλτα με τον ηλεκτρικό; Φυσικά κάποιος που δουλεύει (όπως εγώ).
Λίγο πριν την Ομόνοια ο κόσμος αρχίζει και πληθαίνει όπως και τα διάφορα άτομα που μπαίνουν στα βαγόνια για να ζητήσουν ελεημοσύνη. Γυναίκες με μικρά παιδία στην αγκαλιά τους που παρακαλάνε τους δώσεις λίγα χρήματα για να πάρουν γάλα στα μικρά τους, άνδρες ανάπηροι, νεαρά άτομα που λένε ότι μόλις βγήκαν από μονάδα απεξάρτησης και δεν μπορούν να βρουν δουλειά, ασθενείς που ζητούν χρήματα να κάνουν τις επεμβάσεις τους και όλοι αυτοί σε μια μόνο διαδρομή.
Φυσικά, σε κανέναν από τους παραπάνω δεν έδωσε κανείς χρήματα, (τουλάχιστον εκείνοι που ήταν δίπλα μου). Είναι τόσο συνηθισμένες τέτοιες παραστάσεις σε όσους χρησιμοποιούν τον ηλεκτρικό που ακόμη και λεφτά να υπήρχαν (όπως έλεγε ο Πρωθυπουργός μας) αμφιβάλω αν θα έδινε κανείς στους επαίτες, οι οποίοι, όταν μπαίνουν σε οποιοδήποτε χώρο αρχίζουν να μιλάνε τόσο δυνατά που νομίζεις ότι είναι ηθοποιοί και παίζουν σε κάποιο θέατρο.
Λίγο πριν την στάση «Βικτώρια», μπήκε στο βαγόνι ένας τύπος γύρω στα 40. Κακοντυμένος, βρώμικος και κοκκαλιάρης άρχισε να μιλάει χαμηλόφωνα και με κατεβασμένο το κεφάλι. Δεν είπε πολλά, ούτε μίλησε για την κακή του τύχη, ούτε για τα βάσανα της ζωής του. Το μόνο που είπε ήταν, ότι ήταν άστεγος και έμενε στο δρόμο.
Αυτό που ακολούθησε ήταν απίστευτο. Οι δυο κυρίες απέναντί μου, είχαν καρφώσει τα μάτια τους πάνω του και τον κοίταζαν έντονα. Δεν ήταν οίκτος αυτό που διέκρινα στα μάτια τους, ήταν σίγουρα συμπόνια. Άνοιξαν και οι δυο τις τσάντες τους και έβγαλαν κάμποσα κέρματα και του τα έδωσαν. Ο ρακένδυτος άνδρας τις ευχαρίστησε χαμηλόφωνα.
Στα απέναντι καθίσματα, του έδωσαν επίσης χρήματα, η ηλικιωμένη κυρία, ένας άνδρας και ένα 15χρονο αγόρι. Πραγματικά δεν είχα ξαναδεί έφηβο να δίνει χρήματα σε ζητιάνο. Μπερδεύτηκα αρκετά μέχρι να καταλάβω γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι (ζώντας στην καρδιά της οικονομικής κρίσης) έδιναν χρήματα σε έναν επαίτη, ο οποίος μάλιστα, δεν παραπονέθηκε, δεν φώναξε, δεν κλαψούρισε και δεν ανέφερε την κακή του τύχη που τον έριξε στα ξένα χέρια.
Η μόνη λογική απάντηση που μπόρεσα να δώσω στο συγκεκριμένο μυστήριο άκουγε στο όνομα «καθρέφτης». Στο πρόσωπο του άστεγου άνδρα όλοι όσοι έδωσαν χρήματα (ίσως και αρκετοί που δεν έδωσαν) να είδαν τον εαυτό τους. Κάποτε, όποιος είχε μια δουλειά –χωρίς να είναι η καλύτερη του κόσμου-, ήξερε ότι θα έχει τον μισθό του, το σπίτι του και γενικά μια ζωή που θα του επέτρεπε να έχει τουλάχιστον τα βασικά. Σήμερα τίποτα τέτοιο δεν ισχύει. Το ότι μπορεί κάποιος να δουλεύει δεν σημαίνει ότι θα παίρνει ,απαραίτητα, και χρήματα, καθώς μπορεί ο εργοδότης να του χρωστάει κάμποσα μηνιάτικα ή ακόμη χειρότερα μπορεί να είναι συμβασιούχος του Δημοσίου να του χρωστούν χρήματα τα οποία, δεν ξέρει αν θα τα πάρει ποτέ, αλλά ξέρει σίγουρα ότι θα τα φορολογηθεί.
Επίσης, μπορεί να έμεινε άνεργος ή ακόμη και αν δεν έμεινε (ακόμη), μπορεί να του έκαναν τέτοιες μειώσεις στον μισθό του που οι ανάγκες του να μην μπορούν να καλύπτονται ούτε στο μισό. Δεν είναι, λοιπόν, δύσκολο να βάλει κάποιος τον εαυτό του στην θέση ενός τύπου που τα έχασε όλα και κοιμάται στο δρόμο. Σε μια κατάσταση που όλα είναι ρευστά, οι πιθανότητες να συμβεί το οτιδήποτε ακραίο δεν αποτελούν πια μακρινή εικόνα.

Πηγή "Το ημερολόγιο μιας Ξένης"