Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Ο ίλιγγος της ανακτοκτονίας


Στέργιος Ψυχάρης

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει∙

Γ. Σεφέρης, "Ο τελευταίος σταθμός"

Μεταπολίτευση: καθεστώς Απόλυτης Μοναρχίας. Τουτέστιν, η ελέω κάποιων μη-θεών βασιλεία του όντος «Δικομματισμός» σαν αξεπέραστος ορίζοντας για τον τρόπο θεώρησης των πραγμάτων από το πλήθος - και όχι μόνο.
Κάποια στιγμή, τώρα κοντά, η φαυλότητα του Μονάρχη, η διαφθορά των αυλικών και η ανικανότητα των οργάνων του οδήγησαν σε κρίση. Κρίση των πάντων. Μαζί και του τρόπου με τον οποίο το κοινό βλέμμα ατένιζε τον κόσμο. Τότε, μια συνήθης τελετουργία αποθέωσης του Μονάρχη μετατράπηκε σε δραματουργία αποκαθήλωσης των εικόνων του.
Πώς έγινε; Το πλήθος βρισκόταν εγκλωβισμένο σε κάτι πέρα από φόβους: Σ’ ένα παράδοξο που ακύρωνε την ικανότητα να σκέφτεσαι. Ποιο; «Έρχεται να σε φάει ένα θηρίο, το Μηνυμώνιο. Αν αντισταθείς, χάθηκες. Αν υποκύψεις, χάθηκες. Κι αν προσπαθήσεις να σκεφτείς, απαγορεύεται - αφού είναι μονόδρομος». Και για να μην αφήνουν την παραμικρή ανάσα στο μυαλό, οι δύο όψεις του Μονάρχη συγχωνεύτηκαν σε μία - το Κώμα του Μηνυμωνίου. Τότε, κινημένα από την πνιχτή απόγνωση του πλήθους, κάτι παιδιά φωνάξανε: «Ο Μονάρχης είναι Δούλος! Δούλος του Μηνυμωνίου!». Αυτό ήταν: Μάγια και αλυσίδες λύθηκαν. Το πλήθος άρχισε να σκέφτεται και πάλι. Και το έδειξε - με συλλαλητήρια, με σφυγμομετρήσεις, με ψήφους. Ο Μονάρχης κατάντησε νούμερο. Οι γελοιογράφοι μάλιστα τον αποκαλούσαν πλέον «Ο Μονάρχις» - με γιώτα και με νόημα.
Τώρα πλησιάζει η στιγμή όπου το πλήθος, γινάμενο ξανά Λαός (λέξη που χλευάστηκε όσο καμία άλλη επί Μοναρχίας και κατάντησε μόνο η ρίζα της βαρύτερης πολιτικής βρισιάς - «λαϊκισμός»), καλείται να εκπαραθυρώσει το λείψανο του Μονάρχη, που ακόμη γαντζώνεται λυσσασμένα στον θρόνο του. Κι εδώ φανερώνεται ένα νέο παράδοξο: Στις σφυγμομετρήσεις και στις συζητήσεις, το ρεύμα και η πρόθεση είναι προς την πλευρά της Αντιμοναρχίας, ενάντια στο Κώμα του Μηνυμωνίου. Και την ίδια στιγμή, ακόμη και ανάμεσα στους αντιμοναρχικούς, εκδηλώνεται μια αναστολή. Που εμφανίζεται με δυο μορφές: Την πρόβλεψη ότι και αυτή τη φορά ο Μονάρχης θα βγει νικητής. Και το άγχος «Αν νικήσουμε εμείς, πώς θα τα καταφέρουμε;»
Κάθε ανακτοκτονία είναι η ύψιστη μορφή ανατροπής, ριζικής ασυνέχειας. Επειδή απαιτεί όχι μόνο επικράτηση στην αναμέτρηση με τις δυνάμεις του αντιπάλου. Αλλά και εσωτερική αποτίναξη μιας αυτονόητης ιερότητας που αποδίδεται στη Μοναρχία - στην εξουσία ενός άθικτου Άλλου, στην επιβολή ενός Κυρίου τόσο απόλυτου όσο ο Θάνατος (κυριολεκτώ). Οπότε, ο έστω και μεταφορικός φόνος του έστω και κατά φαντασίαν θείου πλάσματος γεννά απύθμενο δέος και απροσμέτρητο ίλιγγο μπροστά στο μέχρι τότε αδιανόητο νόημα της χειρονομίας.
Γι’ αυτό, η ανατροπή είναι απόλαυση. Είναι και άγχος. Που κάνει τις ψυχές να τρέμουν από έξαψη και έκσταση, αλλά και να τρίζουν από το βάρος που επωμίζονται και να μουδιάζουν κάπως μπροστά στο τελευταίο βήμα. Μια αίσθηση που αποδίδει αυτό το φαινόμενο είναι η εντύπωση που θέλει (ενδόμυχη ευχή, εν τέλει) τον χρόνο να κυλά αργά, εξωπραγματικά αργά, σχεδόν ασυμπτωτικά ως προς την πραγμάτωση της ανακτοκτονίας. Ο τελευταίος πειρασμός στο δράμα μιας τέτοιας ανατροπής είναι να μην αντέξεις μπροστά στο ότι το φάσμα της απελευθέρωσης μπορεί να γίνει πράξη, αν και όχι απόλυτη πραγματικότητα. (Οι άνθρωποι και η Ιστορία είναι πολύ μυστήρια συστήματα.) Και ο τελευταίος φραγμός που καλείσαι να υπερβείς, είναι να μη δειλιάσεις όταν η πράξη σου θα κάνει πραγματικότητα ό,τι βαθύτατα επιθυμείς και θέλεις: Να υπερβείς την αμφιθυμία και το άγχος που συνοδεύει συστατικά μια τέτοια πράξη.
Έτσι ερμηνεύεται η παράδοξη πρόβλεψη (ίσως και ασυναίσθητη, αμφίθυμη ευχή, τόσο ανθρώπινα αντιφατική) «Θα νικήσει ο άλλος». Έτσι ερμηνεύεται και η ταλάντευση μπροστά στη δυνατότητα το αντικείμενο διαβουκόλησης, ο υποταγμένος υπήκοος, να γίνει υποκειμενικότητα πολίτη: Πολιτική υποκειμενικότητα.
Παιδιά, μην τα χάνετε! Σύντροφοι, φίλοι, πολίτες, μη δειλιάζετε! Απλά συλλογιστείτε! Κατανοήστε! Αποδεχτείτε τον εαυτό σας, τη σκέψη σας, τα αισθήματά σας, το θέλω σας! Κάντε την πορεία των πραγμάτων πεπρωμένο σας! Με όλες τις αντιφάσεις, τις αμφιθυμίες, τις καταπονήσεις που γεννάει, γίνεται. Και όταν πραγματοποιούνται τέτοιες χειρονομίες, ο κόσμος πλαταίνει και πια αυτονόητα χωρά όσα μέχρι να γίνει το βήμα φαίνονταν αδιανόητα.