Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

Τίμων



Φώντας το Ελληνάριον

Ο κύριος Γλειφτρονοκυώνογλου άνθρωπος της εποχής είπε να ξαποστάσει κι αυτός λίγο κατά τας εορτάς των ανθεστηρίων. Φόρτωσε στο τέθριππον (4χ4 άρμα all road) τα πάντα. Γυναίκα (βαρέων κυβικών), παιδιά, πεθερά (υπερβαρέων), μπάρμπεκιου, σφαχτά, γλυκά, βαλίτσες με τα ρούχα της συζύγου και ότι άλλο θα έβγαζε τα μάτια των γειτόνων στο εξοχικό στο Σούνιο κάτω από τον ναό, φάτσα στη θάλασσα, να σκάνε οι ζηλιάρηδες οι άλλοι. Με το που χτύπησε το καμουτσίκι οι ίπποι βόγκηξαν, αλλά ξεχύθηκαν τα καθαρόαιμα στο δρόμο στην παραλία προς το Σούνιο. Έβγαλε το χέρι άνετος από το παράθυρο και έριχνε κλεφτές ματιές στους άλλους αρματηλάτες να δει πόσο θαύμαζαν το δικό του θηρίο μάρκας καγιέν. Δεν πρόλαβε να απολαύσει την ευχαρίστηση που του έδινε η ζήλια των πληβείων και άρχισαν τα «όργανα». Τα παιδιά ούρλιαζαν γιατί ήθελαν κρουασάν, η γυναίκα τον αποκαλούσε άχρηστο γιατί έβαλε στο πορτ παγκάζ το κιβώτιο με τα πατατάκια, η πεθερά τον ζάλισε για το που θα σταματήσουν να φάνε και να κατουρήσει γιατί είχε ακράτεια και δεν φόρεσε βρακί πάμπερς.
Έσκασε και σε μερικά χιλιόμετρα σταμάτησε σε μια αλάνα να φάνε τον άμπακο να σκάσουν. Τότε σκέφτηκε καλλίτερα την βγάζω με την γκόμενα στο ιντερνέτ που είναι και κουκλάρα. Την ώρα που ο ένας μικρός κατουρούσε μπουκωμένος από τα κρουασάν βάζει μια φωνή κανονικό ουρλιαχτό. Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο λιγδιασμένο μούτρο του κυρίου Γλειφτρονοκυώνογλου. Έπεσε η γριά στον γκρεμό, σκέφτηκε, πάει γλίτωσα. Όμως κάτι άλλο έγινε, εκεί που κατουρούσε ο πιτσιρικάς ήταν μια πλάκα στο χώμα και έτρεξαν όλοι να δουν. Με γουρλωμένα μάτια διάβασαν την επιγραφή .
«Διαβάτη, αφού αφήκα μιαν άθλια ζωή, κοιμάμαι σ΄ αυτόν τον τάφο. Μη ζητήσεις να μάθεις το όνομά μου αλλά πήγαινε ες κόρακα».
Τράβα στα σκατά δηλαδή, στο διάολο κι ακόμα παραπέρα. Λαχτάρησαν όλοι, η γυναίκα χτυπιότανε, η πεθερά έπεσε κάτω και έταζε θυσίες στον Άδη για την βεβήλωση του τάφου, τα παιδιά αλάλαζαν θέλουμε και γαριδάκια. Τότε ο κύριος Γλειφτρονοκυώνογλου φώναξε, μην κάνετε έτσι βρε, ένα κοπρόσκυλο ήταν ο πεθαμένος, τον έλεγαν Τίμωνα Εχεκρατίδη και ήταν Αθηναίος όταν ζούσε τον φώναζαν μισάνθρωπο. Απόρησαν οι γυναίκες και ζήτησαν κι άλλες πληροφορίες για τον μισάνθρωπο που ποιος ξέρει τι όργια θα έκανε για να τον αποκαλούν έτσι. Τότε ο άρχοντας του δρόμου ο καλός οικογενειάρχης και διευθυντής διορισμένος από την «αλλαγή» γιος ιερέα του ηλιοστάλαχτου Παρακρατίδη Γλειφτρονοκυώνογλου συνεργάτη των Σκυθών, ιστόρησε τα παρακάτω για να πάψουν να τον ζαλίζουν τα οικογενειακά «βάρη».
Αυτός ο ρεμπεσκές δεν ήταν δικός μας, όλο ανατρεπτικά έλεγε και δεν βοήθησε την «αλλαγή» καθόλου. Είχε περιουσία από τους γονείς του και ζούσε ήρεμα χωρίς να πειράζει κανένα. Μάλιστα βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη. Τόσο βλάκας ήταν. Χάρισε πολλά, μεταξύ των άλλων και κτήμα στον Φιλιάδη Γλυξμπουρκιάδη να παντρέψει την κόρη του Σοφία. Στον Δημαγωγέα Δημέα Παπαντρεάδη έδωσε πολλά λεφτά όταν τον κατηγόρησαν για κατάχρηση τα βρώμικα έτη του πελοποννησιακού πολέμου και έτσι σώθηκε. Όταν είδαμε εμείς της «αλλαγής» πως θα λύναμε όλα τα προβλήματα των θυρίδων (μας) του κράτους, του βάλαμε φόρους και του τα πήραμε όλα. Τελικά αφού δεν είχε μυαλό κατέληξε όπως όλοι οι εχθροί της «αλλαγής» ξεβράκωτος να ζει σε ένα κτηματάκι που του απέμεινε και δεν πλησίαζε άνθρωπος. Έβριζε τους πάντες ο αχρείος με τέτοια λόγια που ντρέπομαι να τα πω μπροστά στα παιδιά. Καλλιεργούσε μόνος του ότι έτρωγε και επειδή δεν ερχότανε και στην εκκλησία του δήμου να ψηφίζει δια βοής αρχηγό τον άξιο Δημαγωγέα Δημέα Παπαντρεάδη του στερήσαμε και το δικαίωμα του πολίτη. Πέταγε και πέτρες σ όποιον πλησίαζε στο χωράφι του βρίζοντας πάντα. Δεν ήθελε να δει άνθρωπο. Να φανταστείτε μια φορά που είμαστε μαζεμένοι και χειροκροτούσαμε τους γνωστούς, φάνηκε στην αγορά και πήρε με τσαμπουκά τον λόγο λέγοντας: «Άνδρες Αθηναίοι, όπως ξέρετε στο χτήμα που έχω στους πρόποδες του Υμηττού, υπάρχει μια συκιά, που χρησίμεψε ως τώρα σε πολλούς για να κρεμαστούν. Επειδή σκοπεύω να χτίσω μια καλύβα εκεί και θα κόψω αυτή τη συκιά θα ήθελα να ειδοποιήσω όσους έχουν σκοπό να αυτοκτονήσουν, να το κάνουν σύντομα, πριν κόψω το δέντρο». Μπορεί να μην το πιστεύετε αλλά το έκανε κι αυτό. Όταν πηγαίναμε να του πούμε να ψηφίσει λαϊκά να έχουμε εμείς ο λαός την εξουσία φώναζε: «δεν χορτάσατε ρε ψεύτες και απατεώνες, κι άλλα θέλετε να φάτε»; Έτσι πήραμε απόφαση να μην του μιλάμε και αμολήσαμε τα πρετεντέρια μας (παπαγαλάκια εποχής) και τα καψίδια μας (άλλα παπαγαλάκια) να τον αποκαλούν μισάνθρωπο για να τον ξεφτιλίσουμε τον αχρείο. Υπήρξαν και κάποιοι σαν τον Σαιξπηρίδη, τον Αριστοφάνη και άλλους που έγραψαν γι αυτόν και κάτι κουραφέξαλα όπως ότι το ιδανικό δεν περιορίζεται στην στοργή την οικογενειακή, παρ’ απλώνεται πλατιά, γενικά στην ανθρώπινη αγάπη, στη φίλια. Έγραψαν κι άλλα τέτοια οι άχρηστοι καλλιτέχνες πως δήθεν μοίρασε τα πλούτη του αλογάριαστα και τα χάρισε στη φίλια επειδή η φίλια τ’ αξίζει όλα. Αυτά βέβαια είναι καλλιτεχνικές μπούρδες, γιατί αυτός μόνο έβριζε.
Για να τελειώνουμε να πάμε στο εξοχικό να σας πω πως με τον μόνο που έκανε παρέα και ανεχότανε κάπως ήταν ο Απέναντος κι αυτός τέτοιο κουμάσι μισάνθρωπος ήταν. Καθότανε σ ένα φτωχικό τραπέζι και έτρωγαν τα μίζερα (όχι γκουρμέ από τον Μαμαλακίδη) και πάντα ο ίδιος διάλογος. Έλεγε ο Απέναντος «ωραίο ήταν το γεύμα μας Τίμων» κι αυτός απαντούσε «Πράγματι ήταν ωραίο και θα ήταν ωραιότερο αν δεν ήσουνα κι εσύ στο τραπέζι». Καταλαβαίνετε τώρα πόσο μισάνθρωπος ήταν αυτό το ρεμάλι και για να σας το αποδείξω θα σας πω μόνο τούτο. Όταν ο λαός εξέλεξε τον πολυχρονεμένο Αλκιβιάδη Δημαγωγέα Παπαντρεάδη χαιρότανε και γύρναγε στους δρόμους και πανηγύριζε γιατί προέβλεπε συμφορές για την πατρίδα μας. Τέτοιο κάθαρμα ήταν και πεθανε γιατί η ιδιοτροπία του δεν τον άφησε να δεχτεί γιατρό όταν έπεσε από μια αχλαδιά που ανέβηκε να φαει κανένα αχλάδι, έλεγε «άντε ρε ξεφτίλες φακελάκι από μένα δεν παίρνετε». Ακόμα και τον τάφο του μόνος τον έφτιαξε και μόνος έγραψε πάνω αυτά που διαβάσατε.
Οι γυναίκες τίναζαν από τα λαμέ φουστάνια τους τα τρίματα από τα πατατάκια και τα σορόπια από τις τουλούμπες σκεπτόμενες πως ευτυχώς που ο δικός μας ήταν, είναι, και θα είναι με την «αλλαγή». Την ώρα που χτυπούσε το καμουτσίκι να ξεχυθούν τα καθαρόαιμα που απέκτησε με τον "Τίμωνα" ιδρώτα του ο κύριος Γλειφτροκυώνογλου αγανακτισμένος ρώτησε: Πείτε μου αλήθεια έφερε καταστροφή στη χώρα η εκλογή του πολυχρονεμένου Αλκιβιάδη Δημαγωγέα Παπαντρεάδη;
Οι γυναίκες συνέχισαν να σκουπίζουν τα σιρόπια, τα παιδιά ούρλιαζαν, οι πληβείοι έριχναν κλεφτές ματιές στο άρμα.