Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Χωρίς πίστη και όραμα


Tης Ελλης Τριανταφυλλου

«Ξεκινήσατε το μπαλέτο;» ρώτησα αυθόρμητα τις δύο μικρές κόρες της γειτόνισσάς μου. Μακάρι να είχα καταπιεί τη γλώσσα μου, που έτρεξε αυθάδικα, χωρίς να σκεφτεί ότι τη φετινή χρονιά τίποτα δεν είναι πια αυτονόητο.
 
Τα κορίτσια, ηλικίας έξι και οκτώ ετών, κάρφωσαν τα μάτια στο πάτωμα, με αμηχανία, σχεδόν με ενοχή. Η νεαρή μάνα τους, ιδιωτική υπάλληλος, κάνει πραγματικό αγώνα για να τα βγάλει πέρα και μέχρι πριν από έναν χρόνο όχι μόνο τα κατάφερνε, αλλά κάνοντας οικονομία απ’ όπου μπορούσε, πρόσφερε στα παιδιά της εκτός από τα βασικά και μία εξωσχολική δραστηριότητα. Τότε, άλλωστε, βοηθούσε την κατάσταση και ο πρώην σύζυγος, που σήμερα συμπληρώνει οκτώ μήνες απλήρωτος στην εργασία του. Σήμερα αυτή της η προσφορά δεν είναι δυνατή. Το ξέρει η ίδια, το ξέρουν και οι δύο μικρές, που επειδή δεν μπορούν να καταλάβουν τους λόγους που έφεραν τα πάνω-κάτω στη ζωή τους αισθάνονται μια ανεξήγητη για το μυαλουδάκι τους ντροπή που τα δύο προηγούμενα χρόνια απολάμβαναν όσα απολάμβαναν.

Γύρισα σπίτι συγκλονισμένη από το βλέμμα που είδα στα μάτια των δύο παιδιών και της μητέρας τους.Στο απέναντι μπαλκόνι, η άλλη γειτόνισσα -θα μπορούσε να είναι μάνα ή και γιαγιά της πρώτης- εκρήγνυται:«Γιατί δεν λέει κανείς (φωνάζει συνειδητά, για να την ακούσω) ότι η καταστροφή της χώρας άρχισε με το ροκάνισμα των πακέτων της Ε.Ε. από τους επιτήδειους και τους κομματικούς στρατούς; Γιατί σήμερα πρέπει να ξαναζήσουν τα εγγόνια μου όσα εγώ έζησα μετά τον πόλεμο; Πρωτοφόρεσα κανονικό ρούχο στα 16 μου...».

Εχει δίκιο η γιαγιά που τρέμει στη σκέψη της αναβίωσης της παιδικής της ηλικίας. Δυστυχώς γι’ αυτήν, αλλά και για τους νεότερους, αυτό που έρχεται πιθανότατα δεν θα μπορεί σε τίποτα να συγκριθεί με εκείνη την εποχή, που φτωχοί και καταπονημένοι οι μεταπολεμικοί Ελληνες προσπαθούσαν να ονειρευτούν και να οικοδομήσουν μια κανονική ζωή. Αυτό που σήμερα συντελείται είναι η πλήρης, βίαιη και αιφνίδια ανατροπή όλων όσα γενιές ολόκληρες διεκδίκησαν και κατέκτησαν από τότε μέχρι σήμερα με αγώνες και αίμα. Από την εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας και το κράτος πρόνοιας, μέχρι την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό ενός εκάστου. 

Τότε ήταν ένα ανηφορικό ξεκίνημα. Σήμερα μοιάζει με κατηφορική διαδρομή χωρίς τέλος. Προφανώς δεν είναι μαγαζί η χώρα για να βάλει λουκέτο και στη θέση της να ανοίξει κατάστημα αγοράς χρυσού, όπως αυτά που εμετικά ξεπετάγονται πλέον σε κάθε γειτονιά της πόλης. Μοιραία, θα συνεχίσει την πορεία της.

Με πολίτες, όμως, καταρρακωμένους, φοβισμένους και εθισμένους στους φρικτούς χαρακτηρισμούς που η ηγεσία τους εκστόμισε εναντίον τους. Που σαν τα εξάχρονα της γειτόνισσας δεν ξέρουν γιατί, αλλά νιώθουν μεγάλη ντροπή που πέρυσι... πήγαιναν μπαλέτο, που φέτος δεν έχουν ούτε βιβλία στα σχολεία τους και που του χρόνου δεν ξέρουν καν αν θα έχουν σχολεία.

Δεν κινδυνολογούν ούτε υπεκφεύγουν οι απλοί καθημερινοί πολίτες για να μη μοιραστούν τα βάρη, όπως χωρίς ίχνος ντροπής τους προέτρεψε προ ημερών ο υπουργός Οικονομίας. Απλώς καταλαβαίνουν στο πετσί τους ότι οι αντοχές τους θα τους προδώσουν πριν προλάβουν να βγουν -αν βγουν ποτέ- τα νούμερα.

Μακάρι να έχει δίκιο ο τρίτος γείτονας, που επιμένει πως ό,τι και να μας κάνουν το χαμόγελο και την αισιοδοξία δεν μπορούν ούτε να τα φορολογήσουν ούτε να τα υφαρπάξουν. Δυστυχώς, όμως, όλοι οι υπόλοιποι, όταν τον ακούμε, νομίζουμε ότι προσπαθεί να κοροϊδέψει ακόμη και τον εαυτό του.

Τελικά, όσο το σκέφτομαι, μακάρι να γυρίζαμε στο 2004, όπως προέβλεψε ο υπουργός Οικονομίας Ευ. Βενιζέλος, αλλά με τη γνώση που έχουμε σήμερα. Τα εξάχρονα δεν θα είχαν καν γεννηθεί και όλοι εμείς οι υπόλοιποι -ό,τι και αν ψηφίζαμε- θα ελπίζαμε ακόμη ότι ίσως αυτή τη φορά, έστω κουτσά στραβά, το νέο κυβερνητικό σχήμα θα κατάφερνε την επανίδρυση του κράτους, την καταπολέμηση της διαφθοράς, την εμπέδωση της ισονομίας, την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. 

Δυστυχώς, αυτό που σήμερα δεν καταλαβαίνουν και άρα δεν δύνανται να ξορκίσουν οι πολιτικοί μας είναι η απουσία οράματος, πίστης και ιδανικού από τους πολίτες.