Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Στα κύματα


Υπάρχει γύρω τόση ρευστότητα, που δεν έχει πια νόημα να γράφεις. Δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Σαν χώρα, σαν πόλη. 

Τα λόγια έχουν νόημα όταν ακόμα μπορείς να επηρεάσεις την πορεία των πραγμάτων. Νομίζω όμως ότι το παίγνιο έχει κριθεί: είναι η εξαθλίωση μιας χώρας, η εκτέλεση των κατοίκων της. Μπορείς να θυμώσεις, να φωνάξεις, να τα κάψεις - δεν είναι μικρό πράγμα η εκτόνωση, πολλές φορές ισοδυναμεί με τη ζωή την ίδια. Κι ακόμα πιο πολύ, μπορείς να ικανοποιηθείς απ’ το αίσθημα της εκδίκησης: να δεις όσους πολιτικούς σ’ εξαθλίωσαν στη φυλακή, διαπομπευμένους.

Όλα αυτά είναι λογικά και σ’ έναν βαθμό αναμενόμενα. Αλλά δεν απαντούν σε αυτό: μπορεί να γεννηθεί ένα νέο πολιτικό σχήμα που να μην είναι διεφθαρμένο, υποκριτικό ή αναχρονιστικό - όπως τα υπάρχοντα; Και το κυριότερο: μπορεί να γίνει κάτι, έστω τώρα, έστω την ύστατη στιγμή, που να κάνει την επερχόμενη δυστυχία των ανθρώπων μικρότερη; Δεν έχω ακούσει κανέναν που ν’ απαντάει χειροπιαστά σε αυτά τα ερωτήματα. Όλοι μιλούν για εκδίκηση ή για ουτοπίες. Κατανοητό. Αλλά και λίγο.

Είμαστε τόσο κουρασμένοι με αυτό το μαρτύριο της σταγόνας, που ώρες ώρες λέμε: ας καούν όλα, ας χρεοκοπήσουμε μια ώρα αρχύτερα - μπας και γυρίσουμε σελίδα. Δεν είναι τόσο απλό! Αυτή η χειρονομία εξέγερσης προϋποθέτει πολλή πείνα, πολλές ακυρωμένες ζωές. Από την άλλη, αφού το τρένο της λογικής και της οικονομίας εκτροχιάστηκε, γιατί να μη δοκιμάσουμε τη φαντασία και τα όνειρα; Για να μη χάσουμε τις αλυσίδες μας;

Κάθε Τετάρτη ή Πέμπτη που το Σύνταγμα κλείνει, απλώνεται ένα ψίθυρος εκκωφαντικός: «Σήμερα θα καεί το σύμπαν!». Αλλά εγώ σκέφτομαι, είτε καεί είτε δεν καεί, η ζωή μας κάηκε ήδη. Θα ήθελα πολύ να δω τους υπουργούς τους Μεγάλου Πλιάτσικου (που τώρα κρύβονται στις αηδιαστικές νεοπλουτικές κρύπτες τους, σιωπώντας) να τιμωρούνται παραδειγματικά. Αφού η δικαιοσύνη τούς σκέπει με το λερωμένο πέπλο της, ευχαρίστως θα τους έβλεπα να σέρνονται σε λαϊκά δικαστήρια, σε ηθικές λαιμητόμους. Αλλά, ποιος θα δώσει πίσω στους ανθρώπους τα χρόνια της σκληρής δουλειάς τους που εξατμίστηκαν; Το σπίτι που τους πήραν οι τράπεζες; Τον ύπνο που έχασαν;

Κανείς.

Εκτός κι αν στα χαλάσματα γεννηθεί κάποιο νέο είδος αλληλεγγύης.