Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Addio Σίλβιο Μπερλουσκόνι, αυλαία σε 17 χρόνια εξουσίας στην Ιταλία

«Η Ιταλία είναι η χώρα που αγαπώ». Με αυτή τη φράση ξεκινά το ασυνήθιστο για τις αρχές της δεκαετίας του '90 τηλεοπτικό μήνυμα με το οποίο ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ανακοινώνει την κάθοδό του στην πολιτική με τη δύναμη Forza Italia. Είναι ήδη γνωστός ως επιχειρηματίας κατασκευαστής, βαρόνος των μίντια, φίλος του Μπετίνο Κράξι, πρόεδρος της Milan. Και Ιππότης, ήδη από το 1977 όταν έχει βάλει τους λίθους της αυτοκρατορίας του.

Πολλοί προβλέπουν ότι θα διαρκέσει λίγο, κάποια θα γελάσουν. Όμως τρεις μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1994, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι γίνεται πρωθυπουργός και θα περάσουν 17 ολόκληρα χρόνια πριν πέσει ο Καβαλιέρε από το άλογο. Καυχιόταν ότι είναι άνθρωπος των αγορών, όμως τελικά είναι εκείνες καταβρόχθισαν τον «μεγάλο επιζώντα» -ούτε η διαφθορά, ούτε οι δίκες χωρίς καταδίκες, ούτε το μπούνγκα-μπούνγκα.

Ο σατανικά ευφυής, χαρισματικά επικοινωνιακός, φιλόδοξος, ασυγκράτητος και επίμονος Μιλανέζος επιχειρηματίας κυριάρχησε επί δύο δεκαετίες απέναντι σε μία διασπασμένη αριστερά στην πολιτική σκηνή, αλλάζοντας το πρόσωπο της Ιταλίας και φέρνοντας το πολιτικό θέαμα στους τηλεοπτικές δέκτες. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι πόλωσε τη χώρα, χωρίζοντάς την ανάμεσα σε εκείνους που τον μισούν και σε εκείνους που τον υποστηρίζουν σχεδόν με θρησκευτική λατρεία.

«Viva l' Italia, viva Berlusconi» αναφωνούσε επί χρόνια ο Καβαλιέρε. Το βράδυ της παραίτησής του οι Ιταλοί πανηγύριζαν φωνάζοντας «Viva l' Italia» χωρίς τον Μπερλουσκόνι. Στα κοινωνικά δίκτυα ανήρτησαν τον εθνικό ύμνο.

Απέναντι στην αντιπολίτευση που εισερχόταν στην αίθουσα του Κοινοβουλίου κρατώντας το Σύνταγμα για να θυμίσει στον Μπερλουσκόνι την ύπαρξή του, και τα πλήθη Ιταλών που γέμιζαν δρόμους και πλατείες ζητώντας του να φύγει γιατί απαξιώνει τη χώρα, τους θεσμούς, τη δημοκρατία, τις γυναίκες, βρίσκονταν οι υποστηρικτές του που ύψωναν γιγαντιαία πανό έξω από τα δικαστήρια του Μιλάνου με το σύνθημα «Σίλβιο Άντεξε».

Και όντως άντεξε θεαματικά πολύ παρά τα σκάνδαλα, τα σχόλια που ξεπέρασαν τα όρια της προσβολής και της χυδαιότητας αμαυρώνοντας τη διεθνή εικόνα της Ιταλίας, τις αμφιλεγόμενες πολιτικές, και την κατακραυγή από τον Τύπο με αποκορύφωμα όλων των δημοσιευμάτων το εξώφυλλο με το οποίο «μαχαίρωσε» ο Economist τον Καβαλιέρε γράφοντας για τον «άνθρωπο που πήδ... μία ολόκληρη χώρα».

Η Βαβέλ και οι αγορές


Στον απόηχο της επιχείρησης «Καθαρά Χέρια», που αποδεκάτισε τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα της Ιταλίας, ο Μπερλουσκόνι ήλθε διακηρύσσοντας ότι αποτελεί ανάχωμα στους κομμουνιστές και υποσχόμενος μεταρρυθμίσεις. «Εγώ δεν είμαι πολιτικός» έλεγε τότε, διαφημίζοντας την αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό του. Σε 20 χρόνια ο Καβαλιέρε δεν προώθησε καμία ουσιαστική μεταρρύθμιση στην Ιταλία και σήμερα την αφήνει στο χείλος της οικονομικής κατάρρευσης με ένα εξωπραγματικό χρέος που συγκεντρωνόταν όσο εκείνος σπαταλούσε απίστευτο χρόνο και ενέργεια επινοώντας νόμους για τον ίδιο και μόνο.

Έχοντας αρχικά περιγράψει ούτε λίγο ούτε πολύ την οικονομική κρίση ως αποκύημα της φαντασίας της Αριστεράς, ο Ιταλός πρωθυπουργός υποχρεώθηκε εν τέλει και με το όπλο στον κρόταφο από τις Βρυξέλλες να στραφεί σε μέτρα λιτότητας προς αναχαίτιση του χρέους. Μέτρα λιτότητας για τα οποία έκανε σε αντάλλαγμα τη μεγάλη έξοδο μετά την ταπεινωτική απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας υπό το βάρος πρωτοφανούς στα χρονικά του Καβαλιέρε εσωκομματικής ανταρσίας.

Με τον κυβερνητικό συνασπισμό του να αποτελεί μικρογραφία της Βαβέλ, τον ίδιο να συγκρούεται σκληρά με τον υπουργό Οικονομικών Τζούλιο Τρεμόντι και τα σκάνδαλα να αποσπούν διαρκώς την προσοχή του, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι καθυστέρησε δραματικά να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις. Ήταν αδύνατον να πει στους Ιταλούς πως έχει κακά νέα. Επιχειρηματίες και βιομήχανοι στράφηκαν εναντίον του, σχεδόν χλευάστηκε δημοσίως από τον Νικολά Σαρκοζί και την Άνγκελα Μέρκελ όταν έλαβε το τελικό τους τελεσίγραφο, οι αγορές τον «παραίτησαν».

Δίκη χωρίς καταδίκη


Ο δισεκατομμυριούχος ηγέτης-σύμβολο της ιταλικής δεξιάς, που κυβέρνησε σταθερά με τη νεοφασιστική Εθνική Συμμαχία και την ξενόβοφη Λέγκα του Βορρά, παρουσιάστηκε σε μία 20ετία 2.500 φορές στο δικαστήριο σε 106 δίκες που τον αφορούν έμμεσα ή άμεσα -με νομικό κόστος 200 εκατ. ευρώ κατά δήλωση του ιδίου. Επίσης κατά δήλωση του ιδίου είναι το μεγαλύτερο θύμα δικαστικής καταδίωξης στην παγκόσμια ιστορία. Από τους υποκινούμενους από την αριστερά δικαστές του Μιλάνου που ζουν για να τον καταστρέψουν.

Ουδέποτε καταδικάστηκε οριστικά για καμία εκ των υποθέσεων που τον οδήγησαν στις δικαστικές αίθουσες -με τις κατηγορίες της διαφθοράς και της φορολογικής απάτης με φόντο μητρικό επενδυτικό όμιλο Fininvest και την τηλεοπτική αυτοκρατορία Mediaset, της δωροδοκίας δικαστών και δικηγόρων, και της παράνομης κομματικής χρηματοδότησης. Είτε αθώωση, είτε παραγραφή, είτε ανατροπή στο Εφετείο. Και σταθερός σύμμαχος η δικαστική ασυλία που ο Καβαλιέρε θέσπιζε, η Δικαιοσύνη την ανέτρεπε, και ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ξαναθέσπιζε διά της πλαγίας οδού.

Ούτε και λογοδότησε για τις διασυνδέσεις του με την Κόζα Νόστρα, στην οποία σύμφωνα με μεταμεληθέντες μαφιόζους πλήρωνε προστασία τα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του '70. Στους στάβλους (κατά την μπερλουσκονική εκδοχή) της έπαυλης του Άρκορε -που θα γινόταν πολλά χρόνια μετά διάσημη για τα περίφημα πάρτι- εργαζόταν το 1973 ο Βιτόριο Μανγκάνο. Ήταν ο σύνδεσμος της σικελικής μαφίας στο Μιλάνο, σύμφωνα με τον δικαστή Πάολο Μπορσελίνο, ο οποίος μαζί με τον Τζοβάνι Φαλκόνε πλήρωσε με τη ζωή του τον πόλεμο που κήρυξε στην Κόζα Νόστρα.

Η Ρούμπι και οι άλλες

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αποχώρησε από την πρωθυπουργία με δύο δίκες ανοιχτές και μία τρίτη, πρωτοφανή ακόμη και για την δική του πορεία, εκκρεμότητα με τη Δικαιοσύνη. Η δίκη του για υποστήριξη στην εκπνόρνευση ανηλίκου και κατάχρηση εξουσίας είναι η κορύφωση των ροζ σκανδάλων που βύθισαν τα τελευταία έτη σε νοσηρό κλίμα στην Ιταλία.

Η νεαρή Μοροκινή Καρίμα ελ Μαχρούγκ, γνωστή ως Ρούμπι, ήλθε να προστεθεί στη λίστα με τις συνοδούς πολυτελείας που παρήλαυναν στη βίλα του Άρκορε. Όμως, η Ρούμπι ήταν ανήλικη, και σίγουρα δεν ήταν ανιψιά του Χόσνι Μουμπάρακ, όπως προφασίστηκε ο Σίλβο Μπερλουσκόνι σε τηλεφώνημά του προς το αστυνομικό τμήμα του Μιλάνου, ζητώντας την αποφυλάκιση της Μαροκινής χορεύτριας ώστε να μην αποκαλυφθεί οποιαδήποτε σύνδεση μαζί του. Δεν τα κατάφερε.

Είχε προηγηθεί μπαράζ αποκαλύψεων, εξώφυλλα και δηλώσεις από συνοδούς όπως η Πατρίτσια Ντ' Αντάριο που μοιράστηκε δημοσίως τις εμπειρίες της με τον Μπερλουσκόνι. Τον διαζευγμένο πλέον Μπερλουσκόνι. Η Βερόνικα Λάριο, δεύτερη σύζυγος του Καβαλιέρε και μητέρα των τριών εκ των πέντε παιδιών του, τον είχε εγκαταλείψει ήδη από την πρώτη ροζ αποκάλυψη -την παρουσία του Μπερλουσκόνι στο πάρτι των 18ων γενεθλίων της επίδοξης στάρλετ Νοέμι Λετίτσια στη Νάπολη.

Η Βερόνικα θα ζητήσει δημοσίως διαζύγιο χαρακτηρίζοντας τη συμπεριφορά του Μπερλουσκόνι «άρρωστη» και περιγράφοντας τον Καβαλιέρε ως «δράκο στον οποίο προσφέρονται παρθένες για φήμη και δόξα».

Δεν είμαι άγιος, αλλά ποτέ δεν έχει πληρώσει για σεξ, είναι η απάντηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στα ροζ σκάνδαλα σε συνδυασμό με την πάγια επίθεση στους δικαστές. Η Ιταλία θα ζήσει μία πρωτοφανή μαζική διαδήλωση γυναικών που βγαίνουν στους δρόμους με πανό που γράφουν πως η χώρα δεν είναι οίκος ανοχής. Οι Ιταλοί θα βγουν ξανά και ξανά στους δρόμους. Η Καθολική Εκκλησία επικρίνει, αλλά δεν έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τον πρωθυπουργό.

Addio ή μήπως arrivederci?


Στις τρεις πρωθυπουργικές του θητείες -είναι ο μακροβιότερoς πρωθυπουργός στη μεταπολεμική ιστορία της Ιταλίας- ο Μπερλουσκόνι επέδειξε θρυλικές ικανότητες πολιτικής επιβίωσης σε πείσμα όσων κάθε φορά προδιέγραφαν το τέλος του. Μόνο η τελευταία θητεία του συνοδεύτηκε από περισσότερες από 60 ψήφους εμπιστοσύνης.

Το 1994 του τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια ο σύμμαχος Ουμπέρτο Μπόσι της ξενόφοβης και αποσχιστικών τάσεων Λέγκας του Βορρά. Ο Μπερλουσκόνι διακήρυττε ότι ποτέ ξανά δεν θα συνεργαστεί με τον Μπόσι, όμως ήταν το χέρι του αρχηγού της Λέγκας που κρατούσε στο Μοντετσιτόριο όταν 17 χρόνια αργότερα, το Νοέμβριο του 2011, έχανε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Λίγο μετά την οριακή ήττα του 2006 από την κεντροαριστερά και τον Ρομάνο Πρόντι, την οποία αρνήθηκε μετά μανίας να αποδεχθεί, ο Μπερλουσκόνι κατέρρευσε σε δημόσια ομιλία και υποβλήθηκε σε επέμβαση τοποθέτησης βηματοδότη. Ανέκαμψε λέγοντας ότι νοιώθει 40άρης και θα ζήσει έως τα 120. Και το 2008 έλαβε την ισχυρότερη εκλογική του εντολή ως ηγέτης του Λαού της Ελευθερίας (Pdl) , συνένωσης της Forza Italia και της Εθνικής Συμμαχίας του Τζιανφράνκο Φίνι.

Δύο χρόνια αργότερα ακολουθεί το πολιτικό διαζύγιο με τον Φίνι, ο οποίος καταγγέλλει οργισμένα ότι ο Μπερλουσκόνι διοικεί το κόμμα σαν μονάρχης. Ο ηγέτης της Εθνικής Συμμαχίας μετετράπη σε επικίνδυνο εχθρό και η περίοδος αυτή είναι ουσιαστικά η αρχή της αντίστροφης μέτρησης προς την ημέρα που ο 75χρονος πρωθυπουργός περνά την πόρτα του Κυρηνάλιου Μεγάρου για να επιδώσει την παραίτησή του στον πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας.

Δεδομένης όμως της επιμονής και αντοχής του Καβαλιέρε, δεν προκαλεί έκπληξη γιατί αρκετοί είναι διστακτικοί να δουν αυτή την αποχώρηση ως τελευταίο addio. Είναι σαφές πως θα επιδιώξει να κρατά τα ηνία. Ο Αντζελίνο Αλφάνο, ο γραμματέας του Pdl, που προαλείφει ως διάδοχο είναι εκείνος που ως υπουργός Δικαιοσύνης είχε εισάγει το 2008 το νόμο για τη δικαστική ασυλία. Και ως γνωστόν οι δικαστές υποθέσεις του Σίλβιο Μπερλουσκόνι δεν έχει τελειώσει.

Ο Καβαλιέρε ξεκίνησε πουλώντας ηλεκτρικές σκούπες, έχτισε φήμη τραγουδώντας ντουέτο με τον Μάριο Απικέλα (ακόμη βγάζουν cd, το τελευταίο θα λέγεται 'Il vero Amore') σε κρουαζιερόπλοια, πήρε ένα δάνειο με τη βοήθεια του πατέρα του και έφτασε τελικά να οικοδομήσει το Milano Due, ένα ολόκληρο προάστιο όπου στέγασε τις επιχειρήσεις του, και έναν κολοσσό μέσων ενημέρωσης αγνοώντας την έννοια σύγκρουση συμφερόντων. Μετά αποφάσισε να γίνει πρωθυπουργός.

Πηγή "in.gr"