Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Η άνεργη οικονομολόγος


«Είμαι οικονομολόγος, όχι άνεργη» αναφώνησε έντρομη η γυναίκα, καθισμένη σε ένα από τα γραφεία της τράπεζας Marfin, δύο μόλις ημέρες πριν αλλάξει ο χρόνος. Στην αίτηση που ξεδιπλώνονταν μπροστά της ήταν τσεκαρισμένο το κουτάκι «άνεργη». «Μα δεν υπάρχει κατηγορία ‘οικονομολόγος’, επέμεινε ο υπάλληλος, ‘υπάρχουν οι εξής κατηγορίες, Ιδιωτική υπάλληλος, ελεύθερη επαγγελματίας, δημόσια υπάλληλος’. Το κατάστημα κατέκλυσαν οι φωνές της. «Μα σας το έχω πει τόσες φορές, το συμπλήρωσα εγώ η ίδια, είμαι οικονομολόγος». Έξαλλη η υπάλληλος που είχε συμπληρώσει την αίτηση πλησίασε την κυρία και της είπε με ειρωνεία: «Αν είσαστε ιδιωτική υπάλληλος ή δημόσια υπάλληλος πείτε το μας, να το συμπληρώσουμε. Να συμπληρώσουμε και τον μισθό σας».
Περαστική ήμουν από την τράπεζα για να τακτοποιήσω άλλο ένα χαράτσι, και έτυχε να ακούσω την διάνοιξη. Τι σημαίνει οικονομολόγος; Αν κάποιος βρεθεί ξαφνικά δίχως δουλειά χάνει την ειδικότητα του, όπως πολύ σωστά διερωτήθηκε η κυρία; Άνεργος. Εκείνος που δεν έχει ρόλο μέσα στην κοινωνία. Εκείνος που δεν παράγει, δεν καταναλώνει.
Μόνος και έρημος ο άνθρωπος των σημερινών πόλεων δεν έχει επίγνωση της μοίρας του. Εγκλωβίζεται στον αγώνα της καθημερινότητας, έναν αγώνα να αποκτήσει ακόμη περισσότερα, να δανειστεί ακόμη περισσότερα. Ως άνεργος χάνει αυτή του την ιδιότητα, ποιος ο λόγος της ύπαρξης του λοιπόν;
Δεν είναι αυτός ο κόσμος ένα πέρασμα; Τι σημασία έχει αν κάποιος είναι οικονομολόγος ή άνεργος ή άνεργος οικονομολόγος; Πέρα από την πρακτική πλευρά του ζητήματος, ο άνθρωπος, είναι μεταίχμιος σε αυτόν τον κόσμο και χτίζει την πορεία του με τις πράξεις του, τις πεποιθήσεις του.
Τοποθετημένος σε αυτόν τον ισθμό μίας μέσης κατάστασης,
Ένα ον σκοτεινά σοφό και αγενώς μεγάλο,
Με πάρα πολύ γνώση για την σκεπτική πλευρά,
Με πάρα πολύ αδυναμία για τη στωική υπερηφάνεια,
Κρέμεται στο μεταξύ• σε αμφιβολία για το εάν θα πράξει ή θα σταθεί•
Σε αμφιβολία για το εάν θεωρήσει τον εαυτό του θεό ή θηρίο•
Σε αμφιβολία για το εάν προτιμήσει το νου ή το σώμα•
Γεννημένος για να πεθάνει και λογικευμένος μόνο για να λαθεύει•…
Χάος της Σκέψης και Πάθος όλα συγκεχυμένα,
Ακόμη από μόνος του κακομεταχειρισμένος ή απελευθερωμένος,
Δημιουργημένος κατά το ήμισυ να ανυψωθεί και κατά το ήμισυ να πέσει,
Μέγας κυρίαρχος όλων των πραγμάτων, ακόμη όμως μία λεία όλων•
Μόνος κριτής της Αλήθειας σε μία ατελείωτη εκτόξευση λάθους•
Η δόξα, το αστείο και το αίνιγμα του κόσμου
.
Λέει ο Αλεξάντερ Πόουπ.
Ο άνθρωπος αμφιταλαντεύεται και προβληματίζεται, διότι βρίσκεται ακριβώς στο μέσον. Κινείται προς τα επάνω και προς τα κάτω. Αυτή του η ταλάντευση δεν έχει ουδεμία σχέση με την περιγραφή του σε μια αίτηση στην τράπεζα. Ούτε με τον αγώνα μιας γυναίκας να φέρει οπωσδήποτε τον τίτλο οικονομολόγος. Μπορεί όντως μια τράπεζα να κατηγοριοποιεί τον άνθρωπο σε κουτάκια και να μας κάνει να σκεφτόμαστε τους ρόλους μας ως ανθρώπινες υπάρξεις, Kαθώς βαδίζουμε όλο και βαθύτερα στον λάκκο της ανεργίας και της απαξίωσης, είναι καλό να θυμόμαστε πως όλοι είμαστε εδώ ως φιλοξενούμενοι στη «Μέση Γη», και θα κριθούμε μόνο από τον κριτή της Αλήθειας, και όχι από έναν τραπεζικό υπάλληλο, ή ένα σύστημα λανθάνον. Όσο για την άνεργη οικονομολόγο, έκανε μια ηρωική έξοδο από το κατάστημα, αφήνοντας πίσω της μια απορία στα πρόσωπα των ανθρώπων που συναντήθηκαν στην ίδια τράπεζα δύο μέρες πριν αλλάξει ο χρόνος. Οι υπάλληλοι θα έπρεπε άλλωστε να γνωρίζουν καλύτερα πως θα μιλήσουν σε μια άνεργη.
Διότι ένας άνεργος, όπως λέει ο Καρούζος:
«Γυρίζει μόνος στὰ χείλη του παντάνασσα σιωπὴ
συνέχεια τῶν πουλιῶν τὰ μαλλιά του.
Ὠχρὸς
μὲ βουλιαγμένα ὄνειρα κι ἀνέγγιχτος
νερὸ τρεχάμενο στὰ ρεῖθρα, ὠχρὸς
ἕλληνας.
Πάντα ὁ δρόμος μέσ᾿ στὰ μάτια του
κ᾿ ἡ λάμψη ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ
ποὺ καταλύει
τὴ νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στὰ χέρια τοῦ κλαδὶ ἀπὸ ἐλιὰ
γεμάτος πόνο χάνεται στὰ δειλινὰ
αἰσθάνεται
πὼς ὅλα χάθηκαν.
Μὴν τοῦ μιλᾶτε εἶναι ἄνεργος
τὰ χέρια στὶς τσέπες του
σὰν δυὸ χειροβομβίδες.
Μὴν τοῦ μιλᾶτε δὲ μιλοῦν στοὺς καθρέφτες.
Ἄνθη τῆς λεμονιᾶς
λουλούδια τοῦ ἀνέμου
στεφάνωσέ τον Ἄνοιξη
τὸν κλώθει ὁ θάνατος».