Του Άγγελου Πυριόχου
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία. Τη δική μου ζωή. Ο δρόμος μιας γειτονιάς. Από παιδάκι την περπατώ. Μετανάστης πρωτόρθα, μετανάστης και τώρα. Επισκέπτης μιας άλλης ζωής. Τότε, ήταν γειτονιά. Είχε μπουρδέλα, καφενεία, μπακάλικα, κουρεία, ραφεία, φούρνο, ζαχαροπλαστείο και ψιλικατζίδικα. Ενα κακόφημο κέντρο με νταλίκες απ’ έξω, συνεργεία και υπόγειες βιοτεχνίες. Στο βάθος η Ακρόπολη, το Θησείο έρημο και το Γκαζοχώρι μουτζουρωμένο από το Γκάζι
που λειτουργούσε ακόμα. Ασπρο πουκάμισο δεν φόρεσα. Κάπνιζε το Γκάζι, περνούσαν τα τρένα, τότε τα γράφαμε «τραίνα», άφηναν κάπνα και μουτζούρα. Μεταξουργείο, Κεραμεικός.
που λειτουργούσε ακόμα. Ασπρο πουκάμισο δεν φόρεσα. Κάπνιζε το Γκάζι, περνούσαν τα τρένα, τότε τα γράφαμε «τραίνα», άφηναν κάπνα και μουτζούρα. Μεταξουργείο, Κεραμεικός.
Κάτω από το κρεβάτι μου κοιμόντουσαν 5.000 πολεμιστές, θύματα επιδημίας. Το έμαθα χρόνια αργότερα. Κραδασμοί στο υπόγειο του σπιτιού. Οταν γκρεμίστηκε βρήκαν τάφο γυναικείο. Ετσι συμπάθησα... εξοικειώθηκα με το θάνατο. Επειτα, ήρθε ο θάνατος της περιοχής. Αλλαξε ο πληθυσμός. Σκούρυναν τα πρόσωπα, αγρίεψε η γειτονιά, από διώροφο πήγα πολυκατοικία. Για ασφάλεια.
Μετά πέρασα απέναντι, στις γραμμές του Ηλεκτρικού. Πάντα ήθελα ν’ ακούω τρένο. Να ’χω τη σιγουριά ότι μπορώ να φύγω όποια στιγμή θέλω. Αυτό που δεν έχω στο νησί. Η υποβάθμιση έφερε αναβάθμιση. Οι κάτοικοι σκούρυναν κι άλλο, γεμίσαμε όμως επισκέπτες. Πεζόδρομοι, ενοποιήσεις -στα χαρτιά- αρχαιολογικών χώρων, θέατρα και μπουζούκια, μπαρ και έθνικ εστιατόρια, καλλιτέχνες να χτίζουν σπίτια δίπλα σε παραπήγματα. Μυρωδιές ανθρώπινες, βρωμιά και πανάκριβα αυτοκίνητα. Μαρκίζες και τράπεζες. Γκλάμουρ.
Ολη η γειτονιά γεμάτη φώτα. Φωνές και μουσικές όλη νύχτα. Μετά οι φωνές έγιναν «βοήθεια με κλέβουν», οι μουσικές ήταν συναγερμοί καταστημάτων και αυτοκινήτων. Σήμερα, περπατώ σαν επισκέπτης. Εκλεισε και το τελευταίο ψιλικατζίδικο. Ο φούρνος, η πιτσαρία, το «ό,τι πάρετε 1 ευρώ», ο υδραυλικός, το μανάβικο, τα είδη δώρων, το τριώροφο με τα φωτιστικά, το επιπλάδικο, ακόμα και η τράπεζα έφυγε.
Σκοτεινός ο δρόμος. Οι μαρκίζες γεμάτες χλομά πρόσωπα, άδειες θέσεις πάρκινγκ κάτω από το σπίτι. Και στο νησί τα ίδια είναι. Το κλείνουμε σιγά - σιγά το μαγαζάκι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου