Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Γιατί οι υπουργοί οικονομικών της ευρωζώνης κρίνουν ανεπαρκή τα ελληνικά μέτρα λιτότητας;


του Φάμπιο Λιμπερτί


Το ζήτημα της διάσωσης της Ελλάδας θέτει πολιτικά και τεχνικά προβλήματα.

 

Πολιτικά, διότι τα ευρωπαϊκά κράτη από τη μια δεν εμπιστεύονται πλέον την Ελλάδα κι από την άλλη αρχίζουν να αναρωτιούνται μήπως τυχόν χρεοκοπία της χώρας τελικά δεν θα ήταν και τόσοκαταστροφική όσο προεξοφλείται.

 

Τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους προς την Ελλάδα διότι εδώ και δύο-τρεις μήνες, αμέσως μετά το σχηματισμό της, η κυβέρνηση Παπαδήμου σταμάτησε τις μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα λιτότητας, αν και υποτίθεται πως αποστολή της ήταν η διάσωση της χώρας. Δίδεται η αίσθηση πως τα ελληνικά κόμματα έχουν την εντύπωση πως η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) δεν πρόκειται να αφήσει τη χώρα να χρεοκοπήσει σε καμία περίπτωση, φοβούμενη πως κάτι τέτοιο θα συμπαρέσυρε την Ιταλία και την Ισπανία, και άρα δε χρειάζεται να εντείνουν τα μέτρα λιτότητας που τα καθιστούν αντιπαθή στην κοινή γνώμη, την ίδια ώρα που οι εκλογές έχουν προγραμματισθεί για τον επόμενο Απρίλιο. Λόγω της χαλάρωσης των ελληνικών προσπαθειών, παρατηρούμε στις Βρυξέλλες μια αυθεντική διάθεση να τιμωρηθούν οι Έλληνες για τα σφάλματα του παρελθόντος τους.

 

Λοιπόν, θα ήταν πράγματι τόσο καταστροφική τυχόν χρεοκοπία της Ελλάδας; Μεταξύ Αυγούστου και Δεκεμβρίου, όταν η κρίση φαινόταν να πλήττει την Ιταλία και την Ισπανία μετατρεπόμενη σε συστημική, οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν πανικοβληθεί. Από τον Ιανουάριο όμως, μετά την απόφαση της «ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας» (ΕΚΤ) να πλημμυρίσει με ρευστότητα τις ευρωπαϊκές τράπεζες, η Ιταλία τα πάει πολύ καλύτερα· η διαφορά μεταξύ του ιταλικού και του γερμανικού επιτοκίου δανεισμού μειώθηκε από τις 600 στις 350 μονάδες, και η κυβέρνηση Μόντι (Monti) ψήφισε μια σειρά από μέτρα λιτότητας και απελευθέρωσης της οικονομίας -και σήμερα ασχολείται με την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Η κατάσταση στην Ιταλία φαίνεται να εξομαλύνεται.Ενώ λοιπόν ορισμένοι θεωρούν πως δε πρέπει να εγκαταλειφθεί η Ελλάδα προκειμένου να μην επεκταθεί η κρίση στην υπόλοιπη ευρωζώνη, άλλοι πιστεύουν πως οι αγορές έχουν κατανοήσει πλήρως πως η Ελλάδα είναι μια ξεχωριστή περίπτωση κι έχει πολύ διαφορετικά βασικά οικονομικά δεδομένα από την Ιταλία και την Ισπανία. Συμπέρασμα: οι Έλληνες οφείλουν να πληρώσουν τις παλιές αμαρτίες τους.

 

Στις πολιτικές αυτές δυσκολίες προστίθενται κι άλλες, πιο «τεχνικές». Οι υπουργοί οικονομικών θεωρούν ανεπαρκή τα μέτρα λιτότητας που έχει λάβει η Ελλάδα. Το ευρωπαϊκό σχέδιο διάσωσής της (που προέβλεπε «κούρεμα» της τάξης του 50% για τα ελληνικά χρεόγραφα που βρίσκονται στην κατοχή ιδιωτών επενδυτών) έχει πια ξεπεραστεί από τα γεγονότα. Σήμερα, στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και τους ιδιώτες κατόχους ελληνικών χρεογράφων, ζητιέται από τους τελευταίους να χάσουν ως και 72% της ονομαστικής αξίας των χρεογράφων που κατέχουν. Αυτή η «απώλεια» επιπλέον πρέπει να γίνει εθελούσια, διότι αλλιώς οι αξιολογικοί οίκοι θα κηρύξουν χρεοκοπημένη την Ελλάδα με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση τωνασφαλίστρων διακινδύνευσης CDS, για πρώτη φορά στην ιστορία της διαχείρισης εθνικού χρέους, μια πρεμιέρα γεμάτη αβεβαιότητες. Οι ιδιώτες επενδυτές ζητούν άρα από τα κράτη και κυρίως την ΕΚΤ να επωμισθούν κι εκείνοι μέρος της ζημίας τους, πράγμα που η ΕΚΤ αρνιέται πεισματικά, διότι δε θέλει να κατηγορηθεί από το Βερολίνο πως συμμετέχει στο ελληνικό χρέος.

 

Επιπροσθέτως, το σχέδιο βοήθειας που προέβλεπε να χορηγηθούν στην Ελλάδα 130δις ευρώ ώστε το δημόσιο χρέος της να φθάσει στα «βιώσιμα» επίπεδα του 120% επί του ΑΕΠ ως το 2020, φαίνεται να μην είναι επαρκές και ήδη μιλούμε για βοήθεια ύψους 145, ακόμα και 150 δις ευρώ.Ευρισκόμενες απέναντι σε αυτήν την κατάσταση και την κωλυσιεργία της ελληνικής κυβέρνησης, τα κράτη-μέλη της ΕΕ, η «ευρωπαϊκή επιτροπή» (Κομισιόν) και το «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ) ζητούνε νέα μέτρα λιτότητας, εκτιμώντας πως το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι πως έχει χάσει τη μάχη της ανταγωνιστικότητας. Η κατάσταση άρα είναι αρκετά σύνθετη.

 

Τελικά θα βρεθεί μια λύση, αλλά κατά πόσον θα εφαρμοστεί από την ελληνική κυβέρνηση ή θα πείσει τις αγορές και την κοινή γνώμη των ευρωπαϊκών κρατών; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά. Το μόνο σίγουρο είναι πως μετά την μεγάλη βελτίωση της ευρωπαϊκής οικονομίας από τον Ιανουάριο, καλώς ή κακώς η πτώχευση της Ελλάδας προκαλεί πολύ λιγότερο φόβο.

O Fabio Liberti είναι διευθυντής ερευνών στο «ινστιτούτο διεθνών και στρατηγικών μελετών» (IRIS)