Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Γυ(ε)ρνώντας στα Εξάρχεια

....από τον Πριγκηπάκο

Και όμως δεν είναι παρά λίγοι μήνες που έφυγα από αυτήν την γειτονιά μου που ονομάζουνε Εξάρχεια, μια γειτονιά που στο μυαλό μου το κάθε της γράμμα γράφεται με κεφαλαίο. Μια γειτονιά με τέτοιο αέρα που όμοιο του δεν ανάσανα ποτέ. Φαντάζει μια αύρα ελευθερίας και αλλαγής, που θαρρείς πως έρχεται κατευθείαν από τις πορτοκαλιές στην Μαυρομιχάλη, τις μπουκαμβίλιες της Καλλίδρομου, από τα μεζεδοπωλεία της περιοχής αλλά κυρίως από τους ανθρώπους της, που ζουν, αγαπούν, σκέφτονται, ερωτεύονται και ονειρεύονται στην Βαλαωρίτου, στην πλατεία, στην Κωλέτη και στους πέντε δρόμους.

Μα όχι δεν είναι αυτή η γειτονιά για την οποία θέλω να μιλήσω, είναι για όσα συνέβησαν εκεί μια κρύα Δεκεμβριάτικη νύχτα. Γυρνώντας λοιπόν με φίλους, σε μέρη γνώριμα και αγαπημένα, μέρη όπου μια γλυκιά νοσταλγία ένιωθα πως μου ζέσταινε το αίμα, πλησίασα βιαστικά σε ένα από τα πολλά μικρά σκοτεινά σημεία της Βαλαωρίτου. Το βήμα μου επιτάχυνε, το χαμόγελο μου πλάτυνε, η καρδιά μου γέμισε ανυπομονησία καθώς το βλέμμα μου κεντρώθηκε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Κοίταξα βιαστικά, μα σύντομα κατάλαβα πως δεν υπάρχει τίποτα εκεί πια. Μονάχα πέτρες, μάρμαρα και τείχη. Το χαμόγελο μου γρήγορα έσβησε, το βλέμμα μου έμεινε κενό και το αίμα μου πάγωσε. Βλέπεις δεν πάνε παρά κάποιοι μήνες που σε εκείνο το άψυχο πια σημείο, είχε στήσει την δική του ζωή ένας σύγχρονος κλοσάρ.

Μια φιγούρα τόσο απόκοσμη και ξένη, σχεδόν βέβηλη ως προς την δική μας εύκολη ζωή. Μια φιγούρα που εικόνα της και μόνο προκαλούσε ρίγη, θλίψη αλλά και τρόμο. Ποτέ μου δεν κατάλαβα αν ο τρόμος αυτός σχετιζόταν με την ίδια αυτή εικόνα ή με τον δικό μας φόβο μήπως φτάσουμε και εμείς εκεί, μήπως κάπως έτσι πιστέψουμε πως «καταντήσουμε».

Σκέφτηκα πόσο δύσκολο μπορεί να είναι για την εκλεπτυσμένη κοινωνία μας, που τόσο περηφανεύεται για τις αξίες της, την ευσπλαχνία της, των ανθρωπισμό και τον πολιτισμό της, να βρει ένα τρόπο να στεγάσει όσες «φιγούρες» το αποζητούν, σε γήπεδα, εγκαταλελειμμένα κτήρια και κοιτώνες. Είναι άραγε τόσο μεγάλο αυτό το κόστος; Έστω για αυτόν τον κρύο, τον ολόδικο μας πια Ελληνικό χειμώνα. Η μήπως η ίδια αυτή τους η ύπαρξη είναι μια διαρκής, καθημερινή υπενθύμιση για ανοχή, «σωφροσύνη», υποτέλεια και υποταγή σε ένα διαρκές πανηγύρι φόβου; Φόβου για ένα πιθανό αύριο που μπορεί να μας ξημερώσει. Ένα αύριο που υπενθυμίζεται διαρκώς και αδιαλείπτως σε κάθε δρόμο, σε κάθε τετράγωνο, σε κάθε γωνιά. Δεν ξέρω τελικά αν έχω απαντήσεις σε όλα αυτά.

Ότι εγώ σήμερα ξέρω, είναι η θλιβερή εικόνα από άδεια ντουβάρια στην θέση που κάποτε βρισκόταν μια φιγούρα, μια φιγούρα που κάθε φορά που την πλησίαζα και της πρόσφερα κάτι λίγο, φαγητό, τσιγάρο ή νερό γινόταν ολοένα και πιο ανθρώπινη. Και αν ποτέ μου δεν βρήκα ποια λόγια να του πω και αν ποτέ δεν ήξερα πώς να αποκριθώ σε αυτό το κενό βλέμμα που κρυβόταν πίσω από ένα γερασμένο και ηλιοκαμένο, για μήνες θαρρώ αξύριστο πρόσωπο, σήμερα νιώθω πως τον ξέρω, σήμερα νιώθω πως είμαι και εγώ εκεί μαζί του. Και να όμως που τότε, στάθηκα κενός μπροστά στα καλοπλυμένα αυτά σκαλοπάτια να αναρωτιέμαι ποια μοίρα βρήκε τον άνθρωπο αυτό, σήμερα ελπίζω πως το μέλλον του δεν ήταν κάτι άσχημο, ζοφερό ή σκοτεινό, όπως ήταν το μέλλον πολλών άλλων προσώπων όμοιων με αυτό, που προσπέρασα γρήγορα και βιαστικά σαν κάτι το αποκρουστικό.

Από τότε νομίζω πως συχνά σκέφτομαι το γερασμένο αυτό πρόσωπο, αλλά είναι στιγμές που φοβάμαι μήπως στα αλήθεια αυτό που βλέπω είναι εικόνα σε καθρέφτες. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ πια, ίσως είναι η ιδέα μου. Ίσως είναι οι πιο ενδόμυχοι φόβοι μου που με παρασύρουν σε αυτές τις σκέψεις ή ίσως είναι απλά φίλε μου, πως μοιάζει πλέον, να μας γέρασαν νωρίς …