Κυριακή 5 Μαΐου 2013

Ο ξένος και ο γέρος


του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου

Όταν εκείνο το απόγευμα έφτασε ο ξένος στο χωριό, κανείς δεν του έδωσε σημασία. Ο ξένος περιπλανήθηκε στους δρόμους γι’ αρκετή ώρα, μέχρι που βρήκε ένα ερειπωμένο σπίτι κι έκρυψε το σάκο του σε μια εσοχή, και μόλις ήρθε το βράδυ έστρωσε την τρύπια του κουβέρτα στο πάτωμα και αποκοιμήθηκε.
Το επόμενο πρωινό ο ξένος ξύπνησε πεινασμένος. Το στομάχι του γουργούριζε γιατί είχε να φάει μέρες. Έψαξε τα σκουπίδια που ήταν πεταμένα στο κατώφλι του απέναντι σπιτιού κι αφού πάλεψε με τις γάτες βρήκε ένα κομμάτι ξερό ψωμί και το καταβρόχθισε. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και όλος ο κόσμος είχε βγει έξω. Ο ξένος περπάτησε για λίγο δίπλα τους, μα για μια ακόμη φορά κανείς δεν τον πρόσεξε. Έπειτα έστριψε σ’ ένα σοκάκι, βγήκε απ’ το χωριό και προς το μεσημέρι βρέθηκε σε μια πηγή με καθαρό νερό. Έσκυψε λοιπόν, γέμισε τις χούφτες του με νερό και ξεδίψασε. Ύστερα επέστρεψε στο καταφύγιό του.
Ο καιρός πέρασε κάπως. Γενικά ο ξένος απέφευγε να κυκλοφορεί με το φως της μέρας κι ώσπου να σουρουπώσει, λούφαζε στη γωνίτσα του δίχως να ενοχλεί κανέναν και μόνο όταν ερχόταν το δειλινό έβγαινε για να βρει τροφή. Ένα τέτοιο απόγευμα, την ώρα που ο ουρανός σκοτείνιαζε, ένας γέρος είδε τον ξένο να περιφέρεται με τα φθαρμένα του ρούχα και τον περιμάζεψε. Ο γέρος τον πήγε σπίτι του, του έβαλε ένα πιάτο φαγητό, του γέμισε ένα ποτήρι με κρασί και ο ξένος ήπιε και έφαγε. Ύστερα ο γέρος έδειξε το αχυρόστρωμα που βρισκόταν πίσω απ’ το τραπέζι. «Μπορείς να κοιμηθείς εκεί», του είπε και ο ξένος τον ευχαρίστησε και του φίλησε το χέρι. Τον αποκάλεσε μάλιστα «Άρχοντα». «Τα λέμε αύριο, ξένε», του είπε ο γέρος κι έσβησε το φως.
Την επομένη ο ξένος σηκώθηκε νωρίς και ρώτησε τον γέρο: «Άρχοντα, έχεις καμιά δουλειά για μένα;». Και ο γέρος απάντησε: «Ξένε, ξεκουράσου». Τη δεύτερη όμως μέρα που τον ξαναρώτησε, ο γέρος σκέφτηκε πιο λογικά: «Ναι, έχω κάτι για σένα» και του έδωσε μια σκούπα και ο ξένος σκούπισε το σπίτι που ήταν βρώμικο, γιατί είχε να καθαριστεί από την εποχή που ζούσε η γυναίκα του. Ο ξένος έκανε καλή δουλειά, ο γέρος χάρηκε και για να τον ανταμείψει τον έντυσε με τα ρούχα του γιου του που τον είχε εγκαταλείψει.
Ένα βράδυ έκανε πολύ κρύο και ο γέρος άναψε το τζάκι και κάθισε με τον ξένο μπροστά στη φωτιά. Τότε ο ξένος πρόσεξε ένα ωραίο καμπυλωτό αντικείμενο που κρεμόταν στον τοίχο και ρώτησε τον γέρο: «Τι είναι αυτό;» και ο γέρος απάντησε: «Μ’ αυτό παίζεις μουσική». Και ο ξένος είπε: «Μπορώ να το κρατήσω για λίγο;». Και ο γέρος είπε «Ναι». Ο ξένος ξεκρέμασε την κιθάρα, την έβαλε στα γόνατά του και χτύπησε με τα δάχτυλα τις χορδές. Ο γέρος γέλασε καλόκαρδα κι έκλεισε τ’ αυτιά του. «Σου τη χαρίζω», είπε, και ο ξένος φίλησε ξανά το χέρι του γέρου.
Οι μέρες περνούσαν, ήρθαν τα χιόνια. Ο ξένος συνέχιζε να κάνει τις δουλειές του σπιτιού. Τις νύχτες πριν κοιμηθεί, γρατζούνιζε την κιθάρα του μουρμουρίζοντας, και η αλήθεια είναι πως πολύ σύντομα έπαιζε κάτι δικά του τραγούδια γιατί δεν ήξερε άλλα. Και ο γέρος δεν βούλωνε τ’ αυτιά του πια αλλά τον άκουγε σχεδόν μ’ ευχαρίστηση.
Μια Κυριακή τα χιόνια έλιωσαν και ο ξένος πήγε στην πλατεία του χωριού με την κιθάρα του. Μαζεύτηκαν κάποιοι γύρω του κι όταν άκουσαν τα τραγούδια του, γέλασαν μαζί του. Αυτό συνέβη και την επόμενη Κυριακή. Όμως την πρώτη Κυριακή της άνοιξης ένας άντρας παραμέρισε τους χωριάτες, πλησίασε τον ξένο και του πέταξε ένα κέρμα. «Αυτός είναι καλός», είπε. Ο άντρας αυτός ήταν παλατιανός.
Το περιστατικό μαθεύτηκε αμέσως και την επόμενη φορά συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος. Όταν ο ξένος τέλειωσε το τραγούδι του, κάποιος τον χειροκρότησε και τον ακολούθησαν κι άλλοι. Το χειροκρότημα ήταν δυνατό και μέσα απ’ το πλήθος κάποιοι πέταξαν κέρματα στα πόδια του. Ο ξένος μάζεψε τα κέρματα και με τις χούφτες του γεμάτες πήγε στον γέρο που, αν και ήταν στεναχωρημένος επειδή ο ξένος παραμελούσε πια τις δουλειές του σπιτιού, τον αγκάλιασε. «Είσαι άξιος», του είπε και ο ξένος τού έδωσε τα κέρματα. «Είναι για το φαγητό που μου δίνεις, για τη στέγη σου που με προστατεύει», είπε, και ο γέρος συγκινήθηκε.
Όσο η άνοιξη προχωρούσε, ο ξένος πήγαινε στην πλατεία όλο και πιο συχνά κι έπαιζε την κιθάρα του και τραγουδούσε. Ο βασιλιάς άκουσε για τον ξένο τραγουδιστή κι έστειλε έναν αγγελιοφόρο να τον φωνάξει. Και πράγματι ο ξένος παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλικό ζευγάρι κι έπαιξε καλύτερα από κάθε άλλη φορά και η βασίλισσα μαγεύτηκε και ο βασιλιάς τον κάλεσε να παίξει στη μεγάλη γιορτή.
Το βράδυ της γιορτής όλο το χωριό μαζεύτηκε στους κήπους του παλατιού και γλέντησε με τα τραγούδια του ξένου και ο γέρος που στεκόταν κάπου παράμερα έκλαψε από περηφάνια. Ήταν η νύχτα που η βασίλισσα ερωτεύτηκε τον ξένο και ζήτησε απ’ τον βασιλιά να τον κάνει αρχιμουσικό της αυλής του. Έτσι ο βασιλιάς ανακοίνωσε την απόφασή του στον ξένο και ο ξένος αποχαιρέτησε τον γέρο κι έφυγε απ’ το σπίτι του.
Τώρα η βασίλισσα τον είχε ερωτευτεί παράφορα. Του είπε: «Θέλω να γίνεις άντρας μου» και οι δυο τους συνωμότησαν και δηλητηρίασαν τον βασιλιά. Μια μέρα μετά, ο κόσμος συγκεντρώθηκε έξω απ’ το παλάτι και όταν ο ξένος ανέβηκε στον πιο ψηλό πύργο του παλατιού, το πλήθος τον έδειξε και ζητωκραύγασε: «Αυτόν θέλουμε να μας κυβερνά!».
Ο ξένος έγινε βασιλιάς. Είχε αφήσει πια την κιθάρα του και είχε πιάσει το σκήπτρο και ετοίμαζε το στράτευμά του για να επιτεθεί στο γειτονικό χωριό. Είχε γίνει φοβερός και τρομερός. Και ο γέρος μάθαινε γι’ αυτόν. Το σπίτι του είχε βρωμίσει ξανά και προς το τέλος της άνοιξης αρρώστησε και παρόλο που ήταν τελείως αβοήθητος δεν ήθελε να πάει στο παλάτι, ώσπου δεν άντεξε και πήγε.
Ο βασιλιάς τον υποδέχτηκε και μόλις ο γέρος τον είδε, δάκρυσε. «Θα σ’ ευγνωμονώ για πάντα», του είπε ο βασιλιάς και ο γέρος, μαγεμένος απ’ την κορώνα του, είπε: «Σ’ αγαπώ περισσότερο και απ’ τον ίδιο μου τον γιο». Και ο βασιλιάς πρόσταξε τους υπηρέτες του να φέρουν στον γέρο τα πιο νόστιμα φαγητά. Ο γέρος έφαγε και καρδάμωσε και είπε: «Σ’ αγαπώ, γιε μου» και τα μάτια του βασιλιά βούρκωσαν και ύστερα έβγαλε μέσα απ’ τα ρούχα του ένα πουγκί με χρυσά φλουριά και το πέταξε στο τραπέζι. Ο γέρος σηκώθηκε και του φίλησε το χέρι. Ο βασιλιάς χάιδεψε τ’ άσπρα μαλλιά του γέρου και μετά φώναξε τον υπηρέτη του να τον συνοδεύσει ως την πύλη.
Ήταν μια γλυκιά βραδιά, το φεγγάρι έλαμπε, φυσούσε ένας ελαφρύς ζεστός αέρας και ο γέρος πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Δεν είχε απομακρυνθεί πολύ από το παλάτι, όταν ο βασιλιάς κάλεσε τον υπασπιστή του και τον διέταξε να πάει να βρει τον γέρο και να τον αποκεφαλίσει.
________________________________________________________
 Ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου είναι κινηματογραφιστής. Η Αναστασία Δούκα είναι γλύπτρια.