Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Οι νέοι δικτάτορες.....Οίκοι αξιολόγησης!


Ο «σκοτεινός» ρόλος και τα τεράστια κέρδη των οίκων αξιολόγησης S&P, Moody's, Fitch


Είχαν περάσει μόλις τρεις μέρες από την απόφαση της Συνόδου Κορυφής για το νέο πακέτο της διάσωσης της Ελλάδας και η Moody's έσπευσε να πει ότι δεν το βλέπει ως «πακέτο διάσωσης» αλλά ως 100% πιθανότητα χρεοκοπίας της Ελλάδας, υποβαθμίζοντας σε Ca από Caa1 το μακροπρόθεσμο χρέος της χώρας μας.

Ένα μήνα πριν η Standard & Poor's είχε προχωρήσει σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας κατά τρεις βαθμίδες από Β σε CCC. Η Fitch ήταν πιο επιεικής με τη χώρα μας, υποβαθμίζοντας το αξιόχρεο από ΒΒ+ σε Β+/RWN (με αρνητικές προοπτικές). Αποτέλεσμα; Η Ελλάδα έχει χειρότερη βαθμολογία από την Αλβανία, όπως από την το Σουρινάμ και τη Σρι Λάνκα.

Αφού επιτέλεσαν το έργο τους με την ελληνική οικονομία, που βρήκαν ως αξιοθρήνητο θύμα τους, οι τρεις μεγαλύτεροι οίκοι αξιολόγησης, έδειξαν ότι αποτελούν τους νέους δικτάτορες του πλανήτη. Η Standard & Poor's, ο μεγαλύτερος οίκος από τους τρεις, υποβάθμισε κατά μία μονάδα την αμερικανική οικονομία, ρίχνοντας στα... Τάρταρα τα Χρηματιστήρια όλου του κόσμου, που σημείωσαν απώλειες 2,5 τρισ. δολαρίων, ανοίγοντας την πόρτα της... κόλασης για τις ΗΠΑ, οδηγώντας σε κάθετη αύξηση το κόστος χρέους και δυσκολεύοντας την χρηματοδότησή της από τις αγορές.

Αφού ταρακούνησαν την μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, δεν... χόρτασαν και στράφηκαν προς την Ευρώπη, απειλώντας με υποβάθμιση την Ιταλία και την Γαλλία, αφήνοντας υπονοούμενα και για την Γερμανία! Η Ε.Ε. τρόμαξε και ασθμαίνοντας Σαρκοζί και Μέρκελ έσπευσαν να συναντηθούν, ενώ ο Μπερλουσκόνι εξήγγειλε μέτρα αυστηρής λιτότητας. Αυτό σημαίνει ότι οι οικονομίες όλου του πλανήτη... χορεύουν στο ρυθμό των οίκων αξιολόγησης, με τις κυβερνήσεις να τους κατηγορούν για περίεργα και βρόμικα παιχνίδια.

Είχε γίνει φανερό άλλωστε σε όλους τους αναλυτές, ότι γινόταν σπεκουλάρισμα στο χρέος της Ελλάδας, προκειμένου να χτυπηθεί το ευρώ, από τους τρεις αμερικάνικους ιδιωτικούς ομίλους, δίνοντας το έναυσμα για το κερδοσκοπικό παιχνίδι που στήθηκε τους τελευταίους μήνες κατά της χώρας μας και άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών.

Χρησιμοποιώντας ποδοσφαιρικούς όρους ένας αναλυτής της Wall Street, μετά την υποβάθμιση της Αμερικής, έλεγε ότι «πρόκειται για μια παρέα που στήνει παιχνίδια, στην οποία μετέχουν παίκτες, διαιτητές αλλά και αυτοί που στοιχηματίζουν».

Κέρδη 2 δις. δολ. το χρόνο


Η αλήθεια είναι ότι αυτοί που κατηγορούν τους οίκους αξιολόγησης και τους... καταριόνται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, είναι αυτοί που τους «θρέφουν». Με τις... ευλογίες των κυβερνήσεων στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, Standard & Poor's, Moody's και Fitch κατέχουν το 95% της αγοράς και με τζίρο 5 δισ. δολάρια ετησίως, έχουν κέρδη πάνω από 2 δισ. δολάρια.

Η ιστορία πάντως των τριών οίκων αξιολόγησης, δεν συνοδεύεται από μεγάλες επιτυχίες. Είναι οι ίδιοι ακριβώς οίκοι που δεν μπόρεσαν να προβλέψουν την κατάρρευση της Lehman Brothers και της Bear Streams, βαθμολογώντας με άριστα (ΑΑΑ) τα υψηλού κινδύνου ενυπόθηκα δάνεια που προκάλεσαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Οι ίδιοι οίκοι έδιναν την μέγιστη αξιολόγηση στην Enron πριν αυτή καταρρεύσει.

Οι παταγώδεις αποτυχίες τους έθιξαν μεν την αξιοπιστία τους, οι κυβερνήσεις όμως του άφησαν να συνεχίσουν ανεμπόδιστα το έργο τους, πληρώνοντας μάλιστα τις συνδρομές τους χωρίς διακοπή.

«Οι ΗΠΑ μπορούν να καταστρέψουν χώρες με βόμβες, οι οίκοι αξιολόγησης μπορούν να το κάνουν αυτό με μια υποβάθμιση των κρατικών ομολόγων», είχε γράψει χαρακτηριστικά ο αμερικανός συγγραφές Τόμας Φρίντμαν, ενώ η γερμανική εφημερίδα «Φράνκφουρτερ Αλγκεμάινε», μίλησε για την «δικτατορία των βαθμολογητών», που βρίσκονται στο κέντρο της παγκόσμιας πολιτικής», επισημαίνοντας ότι παρά τις αντιδράσεις και τις συζητήσεις για την δημιουργία Ευρωπαϊκής Αρχής Αξιολόγησης, το αποτέλεσμα είναι ένα πελώριο μηδενικό.

Η εξήγηση που δίνουν οι αναλυτές είναι απλή. Οι πολιτικοί ηγέτες, ιδιαίτερα της Ευρώπης, είναι δέσμιοι του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τα συμφέροντα του οποίου υπερασπίζονται και προωθούν προ παντός άλλου.
Μόλις τον περασμένο Οκτώβριο, μεσούσης της κρίσης, η ΕΕ όρισε τους τρεις μεγάλους οίκους Standard & Poor's, Moody's και Fitch αρμόδιους για την αξιολόγηση του χρέους των κρατών – μελών. Όσο οι οίκοι τα είχαν βάλει με την Ελλάδα, ανεβάζοντας τα spreads στο... Θεό και ενισχύοντας τα κερδοσκοπικά παιχνίδια σε βάρος μας, η Ε.Ε. δεν μιλούσε.

Ούτε και όταν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα έπεσαν στην κατηγορία CCC που είναι η «χαβούζα» των «σκουπιδιών». Έπρεπε να υποβαθμιστεί η οικονομία της Πορτογαλίας για να αγανακτήσουν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και να πει ο Σόιμπλε (που θέλει να του παραχωρήσουμε μέρος της εθνικής μας κυριαρχίας) ότι «πρέπει να σπάσουμε το ολιγοπώλιο των οίκων αξιολόγησης». Μέχρι τώρα, μόνο συζητήσεις γίνονται χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Το βρώμικο παιχνίδι


Οι... υποκριτικές φωνές των Ευρωπαίων αξιωματούχων, που δεν παίρνουν καμία απόφαση για τη δημιουργία Ευρωπαϊκής Αρχής Αξιολογήσεων, δεν αλλάζει τη γνώμη όλων, ότι οι τρεις οίκοι αξιολόγησης παίζουν βρώμικα παιχνίδια σε βάρος των κρατών.

Ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου μάλιστα, εκτός από το ότι έχει τη σκέψη να κοπεί η συνδρομή των 500.000 ευρώ το χρόνο που πληρώνει τους τρεις οίκους, έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο δικαστικής προσφυγής της Ελλάδας εναντίον όσων κερδοσκόπησαν στο ελληνικό χρέος. Εννοώντας προφανώς τους οίκους αξιολόγησης.

Άκρως διαφωτιστικά και χρήσιμα, σ' αυτή την περίπτωση, για τις ελληνικές αρχές, μπορεί να είναι τα αποτελέσματα της έρευνας που έκανε η Γερουσιαστική Υποεπιτροπή Ερευνών της Επιτροπής Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, για το ρόλο που διαδραμάτισαν στην κρίση πρόσωπα, επιχειρήσεις και θεσμοί και παρουσίασε ο επικεφαλής της Καρλ Λέβιν.

Ο αμερικανός γερουσιαστής υποστηρίζει ότι «η οικονομική κρίση δεν ήταν θεομηνία. Ήταν κατά μέτωπο οικονομική επίθεση και διαπράχθηκε από ανθρώπους» και τονίζει ότι η εμπιστοσύνη στους οίκους αξιολόγησης εξανεμίστηκε πια. Ο κ. Λέβιν σημειώνει ότι «η έρευνά μας διαπίστωσε ότι οι εταιρείες αξιολόγησης, αξιοπιστίας, επέτρεψαν στην Wall Street να επηρεάσει τις αναλύσεις τους, την αντικειμενικότητά τους και την καλή τους φήμη ότι προσφέρουν ασφάλεια. Και το έκαναν αυτό για να βγάλουν μεγαλύτερες αμοιβές.

Οι εταιρίες αξιολόγησης λειτουργούσαν μέσα σε ένα κλίμα καταφανούς σύγκρουσης συμφερόντων, γιατί οι αμοιβές τους προέρχονταν από τις χρηματομεσιτικές εταιρίες που ήθελαν ευνοϊκό πόρισμα για τα χρεόγραφά τους, ώστε να μπορέσουν να τα πουλήσουν. Είναι σαν να πηγαίνεις στο δικαστήριο για να βρεις το δίκιο σου, αλλά ο μισθός του δικαστή να πληρώνεται από τον αντίδικό σου. Ή να πηγαίνεις στο ποδόσφαιρο και να περιμένεις έντιμη διαιτησία, αλλά τον μισθό του διαιτητή να τον πληρώνει η αντίπαλη ομάδα».


Standard & Poor's

Είναι ο μεγαλύτερος οίκος αξιολόγησης του κόσμου και ξεκίνησε το 1860 ως ιδέα του ιδιοκτήτη της Poor's Publishing Χένρι Βάρνουμ Πουρ, σε μια προσπάθεια να εκμεταλλευτεί την μεγάλη ανάγκη για επενδύσεις στο υπό δημιουργία σιδηροδρομικό δίκτυο των ΗΠΑ. Το 1906 ιδρύθηκε η Standard Statistics, η οποία βαθμολογούσε εταιρικά ομόλογα αλλά και κρατικά χρεόγραφα.

Η Standrad Statistics και η Poor's Publishing συγχωνεύθηκαν το 1941 και δημιουργήθηκε η Standard & Poor's. Σήμερα αποτελεί θυγατρική του αμερικανικού ομίλου McGraw-Hill και δραστηριοποιείται στους τομείς των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, των εκδόσεων, της ενημέρωσης και της εκπαίδευσης, έχοντας στην κατοχή του τέσσερις τηλεοπτικούς σταθμούς και μέχρι πρότινος κατείχε το περιοδικό Business Week, το οποίο πουλήθηκε στο Bloomberg.

Το 2009 πραγματοποίησε πάνω από 870.000 αναλύσεις πιστωτικού κινδύνου, αξιολογώντας στοιχεία χρέους που αντιστοιχούν σε 32 τρις δολάρια, όταν το σύνολο της αγοράς χρέους εκτιμάται σε 42,1 τρις δολάρια.

Η Standard & Poor's, της οποίας πρόεδρος είναι ο Ντίβεν Σάρμα, κατέχει σήμερα περίπου το 40% της αγοράς αξιολόγησης, με παρουσία σε 23 χώρες και 5.000 εργαζόμενους. Τα έσοδά της το 2010 ξεπέρασαν τα 2,9 δις δολάρια, κατά 300 εκατ. δολ. περισσότερα από το 2009, που ήταν 2,6 δις δολάρια. Ο μεγαλύτερος μέτοχος της μητρικής McGraw-Hill είναι ο επενδυτικός οίκος Capital, με ποσοστό 12,45%.


Moody's

Πρόκειται για τον δεύτερο μεγαλύτερο οίκο αξιολόγησης και διαχωρίζεται σε δύο τμήματα, την Moody's Investors Service που ασχολείται με αξιολογήσεις και την Moody's Analytics, που παρέχει αναλύσεις, έρευνες και οικονομικά δεδομένα.

Ιδρυτής της ήταν ο Αμερικανός οικονομικός αναλυτής Τζον Μούντι, που εξέδωσε για πρώτη φορά το 1900 το "Moody's Manual» που περιείχε στατιστικά στοιχεία και γενικές πληροφορίες για τις μετοχές και τα ομόλογα αρκετών βιομηχανιών. Το 1914 ο Μούντι ίδρυσε την Moody's Investors Service, η οποία μέσα σε δέκα χρόνια άρχισε να αξιολογεί όλα τα αμερικανικά χρεόγραφα.

Είναι εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης με χρηματιστηριακή αξία 7,2 δις δολάρια. Διευθύνων σύμβουλος της Moody's είναι ο Ρέιμοντ Μακ Ντάνιελ ενώ μεγαλύτερος μέτοχος είναι ο πολυεκατομμυριούχος Γουόρεν Μπάφετ, με 12,41%, μέσω της Berkshire Hathaway. Επένδυσε όταν όλοι κατηγορούσαν τους οίκους αξιολόγησης για μεθοδεύσεις, περίεργα παιχνίδια και εσφαλμένες εκτιμήσεις στη διάρκεια της κρίσης του 2008 και κέρδισε αρκετά λεφτά, αφού η μετοχή της Moody's από τότε υπερδιπλασιάστηκε.

H Berkshire Hathaway διαθέτει μερίδια στην Ουάσιγκτον Ποστ, στην American Express και στην Coca Cola, εταιρίες οι οποίες έχουν την υψηλότατη αξιολόγηση από τον οίκο.
Σήμερα η Moody's ελέγχει περίπου του 39% της αγοράς αξιολόγησης, με παρουσία σε 26 χώρες και 4.500 εργαζόμενους και το 2010 τα έσοδά της ξεπέρασαν τα 2 δις δολάρια.


Fitch

Είναι η τρίτη σε μέγεθος εταιρεία του κλάδου των αξιολογήσεων μετά τις Standard & Poor's και την Moody's. Ιδρυτής της ήταν ο αμερικανός οικονομικός αναλυτής Τζον Νόουλς Φιτς, ο οποίος το 1913 ίδρυσε την εκδοτική εταιρεία Fitch Publishing Company, μέσω της οποίας εξέδιδε στατιστικά στοιχεία και αναλύσεις για τους επενδυτές.

Ο Φιτς είναι ο «πατέρας» του συστήματος αξιολόγησης, αφού το 1924 υιοθέτησε την κλίμακα από το ΑΑΑ έως το D, το οποίο σύστημα αποτέλεσε τη βάση για τις μετέπειτα αξιολογήσεις.

Ιδιοκτήτης σήμερα είναι ο γάλλος επιχειρηματίας Mark Ladreit de Lacharriere, ενώ πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος είναι ο Στίβεν Τζόιντ. Ο Mark Ladreit de Lacharriere είναι κάτοχος του 73,6% των μετοχών της εταιρείας Fimalac, η οποία είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο του Παρισιού με χρηματιστηριακή αξία 712 εκατ. ευρώ.

Το υπόλοιπο 26,4% κατέχει ο αμερικανικός όμιλος Hearst, που ελέγχει 64 εφημερίδες, 200 περιοδικά παγκοσμίως και 28 τηλεοπτικούς σταθμούς που συγκεντρώνουν το 18% της τηλεθέασης στις ΗΠΑ. Ο Mark Ladreit de Lacharriere είναι σημαίνον στέλεχος της γαλλικής και όχι μόνο επιχειρηματικής κοινότητας, συνδυάζοντας business, πολιτιστικές δραστηριότητες και τον τελευταίο καιρό αγαθοεργίες, ενώ είναι και πρέσβης καλής θελήσεως της Unesco.
Η Fitch ελέγχει περίπου το 16% της αγοράς αξιολόγησης, με παρουσία σε 51 χώρες και 2.000 εργαζόμενους. Το 2010 είχε σημαντική αύξηση εσόδων, τα οποία έφθασαν τα 700 εκατ. δολάρια έναντι 559 εκατ. δολαρίων το 2009.