Από το μεσημέρι της Δευτέρας, όταν το υπουργείο Οικονομικών έστειλε στις τράπεζες το προσύμφωνο για τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμαανταλλαγής ελληνικών ομολόγων, μετρά αντίστροφα ο χρόνος για την εκ βάθρων αναδιάρθρωση του κλάδου με μετατροπές και συμμαχίες που ελάχιστα θα θυμίζουν την περίοδο ανάπτυξης - επέκτασης των ιδρυμάτων στις αγορές της ΝΑ Ευρώπης, της Τουρκίας και της Αιγύπτου. Πρόκειται για έναν Γολγοθά που πρακτικά θα προετοιμάσει και τον επόμενο ιστορικό γύρο της ελληνικής οικονομίας.
Ήδη στην απαξίωση των χρηματιστηριακών αξιών αποτυπώνεται η επιστροφή του κλάδου στα επίπεδα όπου βρισκόταν στα τέλη της 10ετίας του ’90. Και θυμίζει την περίοδο που διαμορφωνόταν ο όμιλοςEurobank (μέσω αλλεπάλληλων εξαγορών των Κρήτης, Αθηνών, Interbank και βεβαίως της παλιάς Εργασίας του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καψάσκη) και ενισχύονταν η τότε Πίστεως και η Πειραιώς (με την απορρόφηση της Xios Ban k).
Εικόνα αυτής της ιστορικής διαδρομής μπορεί να έχει κάποιος παρακολουθώντας τα διαγράμματα - αποτιμήσεις τα τελευταία 15-16 χρόνια, με τις τράπεζες να φτάνουν στην κορύφωσή τους με την εξάπλωση στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης, με την εξαγορά της τουρκικής Finansbank από την Εθνική, τη λειτουργία δικτύων από την Πολωνία μέχρι την Ουκρανία.
Ισχνές αποτιμήσεις
Πλέον οι αποτιμήσεις είναι μάρτυς αδιάψευστος της ολοκλήρωσης αυτού του κύκλου με την Εθνική στα 3,3 δισ. ευρώ, την Alpha Bank στα 1,3, την Eurobank στα 1,1, την Πειραιώς στα 731 εκατ. ευρώ. Σε αυτά τα επίπεδα χρηματιστηριακής αξίας οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν πολλαπλάσια κεφάλαια προκειμένου να ενισχυθούν, εξέλιξη που επίσης αποτυπώνεται στα μεγέθη και τις προοπτικές τους.
Ενδεικτική θεωρείται η περίπτωση της Αlpha Bank, που μετά την έγκριση (από τη Γ.Σ. στα μέσα Ιουλίου) απόφασης για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου έως 2,5 δισ. ευρώ ανοίγει τη σχετική διαδικασία και για άλλους ομίλους.
Προφανώς και έχει τη σημασία του το ότι η διοίκηση της Alpha προωθεί α.μ.κ έως 2,5 δισ. ευρώ, όταν η αποτίμηση δεν ξεπερνά τα 1,3 δισ. ευρώ.
Πρακτικά, λοιπόν, όπως σημειώνουν τραπεζικοί κύκλοι, δημιουργείται ένα πρόβλημα καθώς οι αυξήσεις στις οποίες θα υποχρεωθούν να προσφύγουν οι ελληνικοί όμιλοι θα είναι για κεφάλαια πολλαπλάσια των αντίστοιχων αποτιμήσεών τους. Με την αποτίμηση της Eurobank στα 1,2 δισ. ευρώ και τη μετοχική θέση του μεγαλομετόχου της να έχει περιοριστεί στα 480 εκατ. ευρώ, μια ενδεχόμενη αύξηση κεφαλαίου πολλαπλάσιου της χρηματιστηριακής αξίας δημιουργεί εκ των πραγμάτων θέμα.
Το ίδιο βέβαια ισχύει για όσους ομίλους βρεθούν στην υποχρεωτική θέση να ενισχύσουν την επάρκειά τους. Δεδομένης μάλιστα της γενικότερης απαξίωσης των χρηματιστηρίων θεωρείται αναπόφευκτη ηαναπροσαρμογή προηγούμενων σχεδιασμών και προγραμμάτων, όπως λ.χ. στην περίπτωση της Εθνικής.
Η διοίκηση της ΕΤΕ είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να πωλήσει έως το 20% της θυγατρικής τηςFinansbank (στο πλαίσιο της συνδυαστικής ενίσχυσης των κεφαλαίων της), χωρίς μέχρι σήμερα να υλοποιήσει τη σχετική απόφαση. Εξέλιξη που φέρνει σε δυσχερή θέση τη διοίκηση του ομίλου λόγω τηςγενικότερης αρνητικής συγκυρίας που έχει πλήξει σημαντικά και τα μεγέθη της τουρκικής τράπεζας.
Πρακτικά, εάν η διοίκηση της ΕΤΕ προχωρούσε σε υλοποίηση της απόφασής της σε τρέχουσες τιμές, θα έπρεπε να διαθέσει το τουλάχιστον 40% της θυγατρικής της.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μία συγκυρία που ο κλάδος έχει μπροστά του τη διαδικασία υλοποίησης του προγράμματος ανταλλαγής των ελληνικών ομολόγων, το οποίο όμως σε μεγάλο βαθμό έχει αφομοιωθεί σε αυτά τα επίπεδα αποτίμησης. Ωστόσο μένει να φανεί στο τέλος της διαδικασίας ποιες τράπεζες θα κλείσουν ταμείο με υπεραξίες ή υποαξίες και σε ποιο βαθμό η κάθε μία ξεχωριστά. Από την τελική έκβαση του προγράμματος θα εξαρτηθούν σε σημαντικό βαθμό τα ευρήματα της BlackRock Solutions και των τελικών ευρημάτων από την ενδελεχή και αντικειμενική παρακολούθηση του αμερικανικού οίκου.
Γιατί... τώρα η BlackRock
Στο ερώτημα «Γιατί τώρα η BlackRock», η απάντηση είναι σύνθετη. Κατ’ αρχάς αποτελεί υποχρέωση της ελληνικής πλευράς (και της ΤτΕ), εφ’ όσον η χώρα έχει ενταχθεί στα προγράμματα διάσωσης της ΕΚΤ, δηλαδή όπως συνέβη και με την περίπτωση των ιρλανδικών τραπεζών. Όμως αποτελεί κοινό μυστικό πως η ΤτΕ θέλει να έχει μία όσο το δυνατόν ξεκάθαρη και επίσημη (από ξένο οίκο μάλιστα) χαρτογράφηση όλων των δανειακών χαρτοφυλακίων κάθε είδους (και του τρόπου χρηματοδότησης) εν όψει των πιθανών νέων δανειοδοτήσεων. Αποτελεί επίσης κοινό μυστικό πως Γερμανοί και Γάλλοι, που έχουν έκθεση στα ελληνικά ομόλογα (κυρίως οι Γάλλοι μέσω των Credit Agricole και Societe Generale ), δεν έχουν σαφή εικόνα για την πραγματική κατάσταση των επισφαλειών, μη εξυπηρετούμενων δανείων και των κάθε λογής... θαλασσοδανείων που έχουν δοθεί δεξιά κι αριστερά τα τελευταία χρόνια.
Πολλά έχουν φτάσει στα αυτιά των Γερμανών και Γάλλων τραπεζιτών και σε μία δυσχερή συγκυρία για την ελληνική οικονομία είναι πρώτης τάξεως αφορμή για ένα τελικό ξεκαθάρισμα. Σε αυτές τις αποτιμήσεις η υποχρέωση των Ελλήνων τραπεζιτών να προσφύγουν σε ενίσχυση των κεφαλαίων τους δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο από πωλήσεις θυγατρικών, εκποίηση δικτύων στη ΝΑ Ευρώπη, εκποίηση ακινήτων και λοιπών παγίων σε πολύ χαμηλές τιμές και ενδεχομένως κεφαλαιακό έλεγχο όποιων ιδρυμάτων κρίνουν οι ξένοι πως αξίζουν.
Τόσο η ΤτΕ όσο και οι ξένοι θέλουν να τελειώνουν μια και καλή με το τρικάκι των συνεχών αναχρηματοδοτήσεων, διαδικασία που τα τελευταία ένα - δυο χρόνια τείνει να καταστεί κανόνας για τα χαρτοφυλάκια. Πρακτικά, λίγο πριν καταστεί επισφαλές ένα δάνειο, ο δανειολήπτης συμφωνεί σε μια ευνοϊκότερη ρύθμιση αποπληρωμής. Την αποδέχεται, πληρώνει κάποιες δόσεις στη συνέχεια κι έτσι κερδίζεται χρόνος και το δάνειο δεν μετατρέπεται σε «κόκκινο».
Την... ευρεσιτεχνία αυτή είναι γνωστό πως δεν τη δέχεται ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης και γι’ αυτό αρκετοί είναι αυτοί που δεν αποκλείουν στο τέλος το ύψος των επισφαλειών που θα προκύψει να είναι μεγαλύτερο από το γνωστό. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να γίνει αύξηση των προβλέψεων, γεγονός το οποίο συνεπάγεται ότι θα πρέπει να βρεθούν νέα κεφάλαια.
Πηγή topontiki.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου