Της Ρούλας Γεωργακοπούλου
Εκλεισε και το τελευταίο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου. Είχα κατεβεί για να αγοράσω ένα κλασέρ, από εκείνα τα παλιά τα χάρτινα με τα ελάσματα και τα αυτάκια, και το βρήκα άδειο, βρωμερό και μανταλωμένο.
Το πήρα προσωπικά κι ενοχοποιήθηκα. Πόσον καιρό είχα να στρίψω στη γωνία αναζητώντας στους πάγκους του ένα βιβλίο της προκοπής ανάμεσα στην οργανωμένη βία των μπεστ σέλερ και των οδηγών μαγειρικής; Και μήπως έκανα ολέθριο λάθος που επέμενα να επισημαίνω αυτή την έλλειψη στη συμπαθητική κυρία που το κρατούσε;
«Δεν μας τα ζητάει κανείς», μου απολογιόταν κι ας ήταν απολύτως ενήμερη για την εκδοτική κίνηση και τους «σωστούς» τίτλους.
Πώς βλέπεις στον ύπνο σου ότι σου πέφτει ένα δόντι και μετά ξυπνάς με την αίσθηση της αδυναμίας περαιωμένη; Ετσι ακριβώς αισθάνθηκα και για να αναπληρώσω τη χασούρα πήγα δυο δρόμους παρακάτω, εκεί που παλιά ήταν το δισκάδικο αλλά τώρα δεν ήταν παρά μια λιγδιασμένη τζαμαρία φρακαρισμένη από λογαριασμούς και διαφημιστικά. Τι να κάνει άραγε ο κολλημένος ροκάς, ο ιδιοκτήτης του, που δεν έχανε ευκαιρία να με πειράξει για τις επιλογές μου; Γιατί τυφλώθηκε και κουφάθηκε μια ολόκληρη γειτονιά μέσα σε λίγες μέρες;
Επιασα τ' αυτιά, έπιασα τα μάτια μου και τα βρήκα όλα στη θέση τους και σε πλήρη λειτουργία. Το καλό που σας θέλω, τους είπα, μη διανοηθείτε να κατεβάσετε ρολά. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ, παρακαλώ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου