Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Το δίλημμα του φυλακισμένου


Του Αριστείδη Χατζή


Σε μία από τις πιο εμπνευσμένες γελοιογραφίες του Δημήτρη Χαντζόπουλου («ΤΑ ΝΕΑ», 2/4/2011) η Ελλάδα εμφανίζεται ως μισοβυθισμένο καράβι. «Βουλιάζουμε!», φωνάζει κάποιος από μέσα. «Χαίρω πολύ!», του απαντούν. «Και γιατί δεν κουνιέται κανείς;», απορεί. «Διότι υπάρχει ο φόβος!». «Ποιος φόβος;». «Οτι αν σηκωθείς θα σου πιάσουν τη θέση!».
Δεν νομίζω να έχει περιγράψει κανείς τόσο περιεκτικά και με τέτοια ακρίβεια την ισορροπία τρόμου που κυριαρχεί στην Ελλάδα σήμερα. Πρόκειται για μια κλασική περίπτωση διλήμματος φυλακισμένου. Στο δίλημμα αυτό δύο εγκληματίες συλλαμβάνονται από την Αστυνομία, η οποία τους θέτει το εξής δίλημμα: «Αν καρφώσεις τον συνεργάτη σου, θα φας μόνο δύο χρόνια φυλακή, αλλά με την προϋπόθεση ότι δεν θα σε καρφώσει κι αυτός (αν σε καρφώσει, θα φάτε και οι δύο από τέσσερα χρόνια). Αν όμως εσύ δεν τον καρφώσεις και σε καρφώσει αυτός, θα φας οκτώ χρόνια». «Αν δεν καρφώσει κανείς;», ρωτάς. «Θα φάτε έτσι κι αλλιώς από τρία χρόνια ο καθένας για οπλοχρησία, παράνομη κατοχή κ.λπ.». Για κάθε εγκληματία η ορθολογική αντίδραση είναι να καρφώσει τον άλλον. Σκέφτεται π.χ. ο ένας: «Αν ο άλλος δεν με καρφώσει, είναι καλύτερα να τον καρφώσω εγώ γιατί έτσι θα φάω μόνο δύο χρόνια - ενώ αν μείνω σιωπηλός θα φάω τρία. Αν πάλι ο άλλος με καρφώσει, τόσο το χειρότερο. Θα τον καρφώσω κι εγώ για να μη φάω οκτώ χρόνια αλλά μόνο τέσσερα».
Για τον κάθε εγκληματία λοιπόν η κυρίαρχη στρατηγική είναι να προδώσει τον συνεργάτη του. Ονομάζεται «κυρίαρχη» γιατί δεν εξαρτάται από τις επιλογές του άλλου. Σε συμφέρει να τον προδώσεις, ό,τι κι αν κάνει. Βέβαια αυτή η στενά ορθολογική επιλογή οδηγεί στο χειρότερο δυνατό συλλογικό (για τους δύο) αποτέλεσμα. Θα τιμωρηθούν συνολικά με οκτώ χρόνια αντί με έξι που θα ήταν η συνολική ποινή τους αν δεν συνεργάζονταν με την Αστυνομία. Αλλά ακόμα κι αν τους το εξηγήσει κάποιος, ακόμα κι αν καταλάβουν το συλλογικό τους συμφέρον, ακόμα κι αν υποσχεθούν ο ένας «μπέσα» στον άλλον, και πάλι η κυρίαρχη στρατηγική θα είναι η προδοσία του συνεργάτη τους γιατί αυτή μόνο μεγιστοποιεί το ατομικό όφελός τους.
Σ' αυτήν τη θέση βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα. Για να ξεπεραστεί η κρίση θα πρέπει να γίνουν θυσίες από όλους - από τον καθένα ανάλογα με τις δυνάμεις του αλλά λαμβάνοντας υπόψη και το μέγεθος της ευθύνης του για τη σημερινή κατάσταση. Ολοι γνωρίζουν (δεν υπάρχει πλέον καμία πραγματική αμφιβολία) ότι αν δεν γίνουν οι απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές το συντομότερο δυνατό, η Ελλάδα είναι καταδικασμένη σε κάτι χειρότερο κι από πτώχευση: στη μετατροπή της σε μια χώρα-ζόμπι, σε ένα «αποτυχημένο κράτος», όπου η ανομία, η απουσία θεσμών, ένα νόμισμα κουρελόχαρτο και η ολοσχερής διάρρηξη του κοινωνικού ιστού θα θυμίζουν τις χειρότερες εποχές της πρόσφατης βαλκανικής ιστορίας.

Ομως, ενώ αυτές οι αλλαγές προϋποθέτουν συνεργασία σε επώδυνες μεταρρυθμίσεις, η κυρίαρχη στρατηγική είναι η μη συνεργασία, η απόρριψη, ακόμα και η βίαιη αντίδραση: «Αν όλοι οι άλλοι συνεργαστούν, τότε η δική μου συνεργασία δεν είναι απαραίτητη. Δεν θα χαθεί τίποτα αν διατηρήσω μόνο εγώ τα προνόμιά μου. Αν πάλι δεν συνεργαστούν οι άλλοι, τότε φυσικά δεν θα συνεργαστώ κι εγώ. Αρα, ό,τι κι αν κάνουν οι άλλοι, για μένα η καλύτερη, η ατομικά συμφέρουσα επιλογή είναι η μη συνεργασία». Αυτό το δίλημμα του φυλακισμένου, που στην πραγματικότητα δεν είναι καν δίλημμα αλλά αυτόματη αντίδραση, λειτουργεί παραδειγματικά στην Ελλάδα. Οι έλληνες πολίτες θα καταλήξουν συλλογικά στο χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα.
Αυτή η στενόμυαλη αλλά ορθολογική συμπεριφορά δεν μπορεί να ελεγχθεί βραχυπρόθεσμα. Το πρόβλημα αυτό της συλλογικής δράσης λύνεται μόνο μακροπρόθεσμα με την ανάπτυξη θεσμών, κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς και κυρίως της κοινωνίας των πολιτών. Ολα αυτά είναι άγνωστες λέξεις σε μια χώρα που οι κάτοικοί της είναι ανίκανοι να συμμετάσχουν ακόμα και σε ένα απλό παίγνιο συντονισμού όπως η οδική κυκλοφορία.

Η χειρότερη συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι η αδυναμία της κυβέρνησης να επιβάλει τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές έναντι εκείνων που οφείλει να το κάνει. Ετσι, αντί να συμβάλλουν όλοι ανάλογα με τις δυνάμεις τους και το μέγεθος της ευθύνης τους, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οσο ισχυρότερη οικονομικά και πολιτικά είναι η κάθε ομάδα, όσο περισσότερο υπεύθυνη για το σημερινό κατάντημα, τόσο σκληρότερη και αποτελεσματικότερη η αντίδρασή της. Οσο πιο ανίσχυρη είναι τόσο μεγαλύτερο μερίδιο αναλαμβάνει. Ρωτήστε τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, τους συνταξιούχους, τους άνεργους.
Ο Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Τμήμα ΜΙΘΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών