Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Παραμονή Χριστούγεννα

Κρύο τάντανο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. Ο αγέρας σα να΄τανε κρύα φωτιά κ΄έκαιγε. Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος γεμάτος κέφι. Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με το πετρόλαδο. Τα μαγαζιά στο τσαρσί φεγγοβολούσανε , γεμάτα απ΄όλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινόβγαινε και ψούνιζε, από το΄να το μαγαζί έβγαινε, στ΄αλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές.





Οι μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό από τον κόσμο που φουμάριζε. Ο καφενές τ΄Ασημένιου είχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δυο σόμπες και τα τζάμια ήτανε θαμπά, απ΄όξω έβλεπες σαν ίσκιους τους ανθρώπους. Οι μουστερήδες είχανε βγαλμένες τις γούνες από τη ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραίοι.
Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα. Άλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Και δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα , μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες , όχι σαν και τώρα που λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα και κείνα παράφωνα. 
Αντίκρυ στον μεγάλο καφενέ τ΄Ασημένιου ήτανε κάτι φτωχομάγαζα , τσαρουχάδικα, ψαθάδικα και τέτοια Ίσια- ίσια αντίκρυ στη μεγάλη πόρτα του καφενέ ήτανε ένα μικρό καφενεδάκι , το πιο φτωχικό, σ΄όλη την πολιτεία, μια ποντικότρυπα. 
Ενώ ο μεγάλος καφενές φεγγοβολούσε και τα τζάμια ήτανε θολά από τη ζέστη , η ποντικότρυπα ήτανε σκοτεινή, γιατί η λάμπα , μια λάμπα τσιμπλιασμένη, μια άναβε , μια έσβηνε, όπως έμπαινε ο χιονιάς από τα σπασμένα τζάμια της πόρτας....
(........) 




Στο τσαρσί λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φαναρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές , οι νοικοκυραίοι οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους , όλοι ήτανε χαρούμενοι κ΄υποδεχόντανε τους ψαλτάδες και κείνοι αρχίζανε καλόφωνοι σαν χοτζάδες:


" Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ΄αρχοντικό σας..."
(....)
Αβραμιαία πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι και γινήκανε σαν ξερίχια από τον πολιτισμό! Πάνε τα παλιά χρόνια!...Στολιζόντανε όλοι, βάζανε τα καλά τους και πηγαίνανε στην εκκλησιά. Σαν τελείωνε η Λειτουργία γυρίζανε στα σπίτια τους . Οι δρόμοι αντιλαλούσανε από χαρούμενες φωνές
Οι πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές και φεγγοβολούσανε. Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ΄άσπρα τραπεζομάντιλα, κι είχανε απάνω ό,τι βάλει ο νους σου. Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα , γιατί οι αρχόντοι στέλνανε απ΄όλα στους φτωχούς. Κι αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια , ψέλνανε το " Χριστός γεννάται δοξάσαται ", " Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει" , " Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον". Αφού ευφραινόντανε απ΄όλα, πλαγιάζανε αξέγνοιαστοι, σαν τ΄αρνιά που κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες που γεννήθηκε ο Χριστός εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το κεφάλαιο "Παραμονή Χριστούγεννα " που συνέγραψε στο " Το Αϊβαλί η πατρίδα μου" ο Φώτης Κόντογλου.