Όσο η οικονομική κατάσταση δυσκολεύει και η φτώχεια και η ανεργία πολλαπλασιάζονται, τόσο περισσότεροι άνθρωποι που μέχρι πρόσφατα είχαν ένα μισθό ή ένα, έστω περιστασιακό μεροκάματο, μεταμορφώνονται σε ρακοσυλλέκτες και σε σταματούν για να σου πουν ευγενικά ότι δεν έχουν φάει τίποτα. Δεν μιλάω ούτε για τους «επαγγελματίες» του είδους, ούτε βέβαια για τους εξαρτημένους που ψάχνουν τη δόση τους. Μια νέα πολυπληθής κατηγορία έχει πλημμυρίσει την Αθήνα, άνθρωποι που δεν εντάσσονται πουθενά. Άντρες και γυναίκες, με ρούχα τσαλακωμένα, φθαρμένα και άπλυτα σε κοιτάζουν στα μάτια και σου λένε «φίλε» ή «κύριε», «είμαι με μια τυρόπιττα δύο μέρες τώρα, δεν ξέρω τι να κάνω. Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις να αγοράσω κάτι να φάω;».
Τις προάλλες ένας στενός φίλος μέσα στο καθημερινό τρέξιμο για την επιβίωση σταμάτησε κι αγόρασε ένα σάντουιτς από κάποιο γνωστό, προσιτό «τυροπιτάδικο». «Σχεδόν αφηρημένος», μου είπε «δάγκωσα μια μπουκιά, όρθιος εκεί στο πεζοδρόμιο» και πριν προλάβει να αντιδράσει, ένας περαστικός του άρπαξε το σάντουιτς απ’ τα χέρια και προχωρώντας βιαστικά, να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε, το έτρωγε με απερίγραπτη βουλιμία. Ο φίλος μου, που είναι γιατρός με δικό του ιατρείο, τρόμαξε και ανησύχησε τόσο ώστε προσπάθησε να τον προλάβει, όχι βέβαια για να πάρει πίσω το μισοφαγωμένο σάντουιτς, αλλά για να δώσει σ’ αυτόν τον απελπισμένο 5 ευρώ που κρατούσε στο χέρι του – να πάει να αγοράσει κάτι ακόμα να φάει. Τον πρόλαβε και του τα έδωσε. Μου περιέγραψε έναν άνθρωπο καταντροπιασμένο, ευπρεπέστατο, νέο στην ηλικία (γύρω στα 30) ο οποίος ξέσπασε σε κλάματα. «Τι θα κάνω» έλεγε και ξανάλεγε, «μου έχουν κάνει έξωση, δεν έχω πού να μείνω, είμαι μια βδομάδα άπλυτος, τι θα κάνω φίλε, τι θα κάνω;». Με την ιατρική του «ψυχραιμία» ο φίλος μου προσπάθησε να τον ηρεμήσει, να του πει για τα συσσίτια του Δήμου και της Εκκλησίας, για τις ΜΚΟ που (υποτίθεται) βρίσκουν λύσεις για περιπτώσεις σαν τις δικές του – και να του δώσει λίγο κουράγιο. Το κλάμα δεν σταματούσε και η εξάντληση, σωματική και ψυχική, αυτού του ανθρώπου τον είχε εντελώς καταβάλει. «Έβγαλα άλλο ένα δεκάρικο και του τόδωσα, δεν ήξερα τι να του πω ούτε βέβαια τι να κάνω και απελπισμένος πια κι εγώ, του γύρισα την πλάτη και προχώρησα προς το ραντεβού μου εκεί κοντά, ήδη αργοπορημένος».
Εδώ στο κέντρο της Αθήνας όπου ζω κι εγώ, στο κάποτε «πλούσιο» Κολωνάκι, τα άδεια ξενοίκιαστα μαγαζιά αυξάνονται κυριολεκτικά κάθε μέρα. Αν σταματήσεις λίγο να σκεφτείς θα δεις μπροστά σου τον πρώην επιχειρηματία βουτηγμένο στα χρέη, τα απλήρωτα νοίκια, τους προφανώς απλήρωτους πρώην εργαζομένους εκεί, πωλητές, ταμίες, υπαλλήλους καθαριότητας, τους επίσης απλήρωτους προμηθευτές που, με τη σειρά τους, δεν μπορούν να πληρώσουν τους δικούς τους υπαλλήλους –όλη την αλυσίδα αυτής της δραματικής καταστροφής που εξελίσσεται σε πλήρη κατάρρευση όσο κανείς δεν κάνει τίποτα, δεν λαμβάνει μέτρα, δεν παίρνει αποφάσεις. Δεν έχω καμία διάθεση να αποδώσω «πολιτικές ευθύνες» σε κανέναν γράφοντας αυτό το κείμενο. Ξέρω πως είναι πολύ δύσκολο, μάλλον αδύνατον, να βρει κανείς την άκρη του νήματος αυτής της απότομης καταστροφής καθώς πολλές κυβερνήσεις, πολλά χρόνια τώρα, αδιαφόρησαν πλήρως για το κοινό καλό, για τους αδύνατους και τους «μικρούς» επιχειρηματίες, τους «φτωχούς ανθρώπους» όπως θα μπορούσαμε να πούμε – με κίνδυνο να διολισθήσουμε προς το μελόδραμα.
Όμως, άσχετα με το ποιος φταίει, το πρόβλημα μέρα με τη μέρα διογκώνεται και εμείς οι πολλοί, δεν βλέπουμε κανέναν να προσπαθεί να το αντιμετωπίσει συντονισμένα και αποτελεσματικά. Ακόμα και αυτές οι λίγες ΜΚΟ που πράγματι βοηθούσαν δυσκολεύονται πολύ με την έλλειψη ρευστότητας και την αργοπορία ή την διακοπή της χρηματοδότησής τους από τους διάφορους φορείς και από τα κονδύλια που δεν στέλνονται πια από την ΕΕ, αφού εξαντλήσαμε μια τριακονταετία πλουσιοπάροχης χρηματοδότησης από «τα κεντρικά» για να βάλουμε κάποιες στέρεες βάσεις – που δεν βάλαμε.
Τις προάλλες ένας στενός φίλος μέσα στο καθημερινό τρέξιμο για την επιβίωση σταμάτησε κι αγόρασε ένα σάντουιτς από κάποιο γνωστό, προσιτό «τυροπιτάδικο». «Σχεδόν αφηρημένος», μου είπε «δάγκωσα μια μπουκιά, όρθιος εκεί στο πεζοδρόμιο» και πριν προλάβει να αντιδράσει, ένας περαστικός του άρπαξε το σάντουιτς απ’ τα χέρια και προχωρώντας βιαστικά, να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε, το έτρωγε με απερίγραπτη βουλιμία. Ο φίλος μου, που είναι γιατρός με δικό του ιατρείο, τρόμαξε και ανησύχησε τόσο ώστε προσπάθησε να τον προλάβει, όχι βέβαια για να πάρει πίσω το μισοφαγωμένο σάντουιτς, αλλά για να δώσει σ’ αυτόν τον απελπισμένο 5 ευρώ που κρατούσε στο χέρι του – να πάει να αγοράσει κάτι ακόμα να φάει. Τον πρόλαβε και του τα έδωσε. Μου περιέγραψε έναν άνθρωπο καταντροπιασμένο, ευπρεπέστατο, νέο στην ηλικία (γύρω στα 30) ο οποίος ξέσπασε σε κλάματα. «Τι θα κάνω» έλεγε και ξανάλεγε, «μου έχουν κάνει έξωση, δεν έχω πού να μείνω, είμαι μια βδομάδα άπλυτος, τι θα κάνω φίλε, τι θα κάνω;». Με την ιατρική του «ψυχραιμία» ο φίλος μου προσπάθησε να τον ηρεμήσει, να του πει για τα συσσίτια του Δήμου και της Εκκλησίας, για τις ΜΚΟ που (υποτίθεται) βρίσκουν λύσεις για περιπτώσεις σαν τις δικές του – και να του δώσει λίγο κουράγιο. Το κλάμα δεν σταματούσε και η εξάντληση, σωματική και ψυχική, αυτού του ανθρώπου τον είχε εντελώς καταβάλει. «Έβγαλα άλλο ένα δεκάρικο και του τόδωσα, δεν ήξερα τι να του πω ούτε βέβαια τι να κάνω και απελπισμένος πια κι εγώ, του γύρισα την πλάτη και προχώρησα προς το ραντεβού μου εκεί κοντά, ήδη αργοπορημένος».
Εδώ στο κέντρο της Αθήνας όπου ζω κι εγώ, στο κάποτε «πλούσιο» Κολωνάκι, τα άδεια ξενοίκιαστα μαγαζιά αυξάνονται κυριολεκτικά κάθε μέρα. Αν σταματήσεις λίγο να σκεφτείς θα δεις μπροστά σου τον πρώην επιχειρηματία βουτηγμένο στα χρέη, τα απλήρωτα νοίκια, τους προφανώς απλήρωτους πρώην εργαζομένους εκεί, πωλητές, ταμίες, υπαλλήλους καθαριότητας, τους επίσης απλήρωτους προμηθευτές που, με τη σειρά τους, δεν μπορούν να πληρώσουν τους δικούς τους υπαλλήλους –όλη την αλυσίδα αυτής της δραματικής καταστροφής που εξελίσσεται σε πλήρη κατάρρευση όσο κανείς δεν κάνει τίποτα, δεν λαμβάνει μέτρα, δεν παίρνει αποφάσεις. Δεν έχω καμία διάθεση να αποδώσω «πολιτικές ευθύνες» σε κανέναν γράφοντας αυτό το κείμενο. Ξέρω πως είναι πολύ δύσκολο, μάλλον αδύνατον, να βρει κανείς την άκρη του νήματος αυτής της απότομης καταστροφής καθώς πολλές κυβερνήσεις, πολλά χρόνια τώρα, αδιαφόρησαν πλήρως για το κοινό καλό, για τους αδύνατους και τους «μικρούς» επιχειρηματίες, τους «φτωχούς ανθρώπους» όπως θα μπορούσαμε να πούμε – με κίνδυνο να διολισθήσουμε προς το μελόδραμα.
Όμως, άσχετα με το ποιος φταίει, το πρόβλημα μέρα με τη μέρα διογκώνεται και εμείς οι πολλοί, δεν βλέπουμε κανέναν να προσπαθεί να το αντιμετωπίσει συντονισμένα και αποτελεσματικά. Ακόμα και αυτές οι λίγες ΜΚΟ που πράγματι βοηθούσαν δυσκολεύονται πολύ με την έλλειψη ρευστότητας και την αργοπορία ή την διακοπή της χρηματοδότησής τους από τους διάφορους φορείς και από τα κονδύλια που δεν στέλνονται πια από την ΕΕ, αφού εξαντλήσαμε μια τριακονταετία πλουσιοπάροχης χρηματοδότησης από «τα κεντρικά» για να βάλουμε κάποιες στέρεες βάσεις – που δεν βάλαμε.
Τώρα πια, όταν καμιά φορά, από κεκτημένη ταχύτητα και διάθεση κριτικής πάω να «αποδώσω ευθύνες», βάζω φρένο στους συνειρμούς και τις σκέψεις μου αφού δεν έχει πια κανένα νόημα. Ο ένας παρέλαβε «καμένη γη», ο άλλος παρέλαβε «άδεια ταμεία» -και πάει λέγοντας, πάρα πολλά χρόνια τώρα. Φτάσαμε όμως πια στην στιγμή που πρέπει κάτι να γίνει πριν διολισθήσουμε σαν κοινωνία στην πραγματική «αθλιότητα», την ανέχεια εκείνη που δεν αντιμετωπίζεται και εκτρέφει όπως είναι φυσικό εγκληματικότητα, θυμό, επιθετικότητα, βία και απελπισία. Το πρόβλημα όμως είναι πως οι «ηγεσίες» μας, με πρώτη την τεράστια αυτή και εντελώς αδρανή κυβέρνηση που φτιάξαμε πρόσφατα, έχουν να αντιμετωπίσουν προβλήματα γιγαντιαία μπροστά στα οποία το περιστατικό με το σάντουιτς και τον φίλο μου τον γιατρό να καταγράφεται στις «γραφικότητες» που, μπροστά στα άλλα, τα μεγάλα, δεν μετράει.
Όμως η κατηφόρα καθημερινά γίνεται όλο και πιο απότομη, όλο και πιο επικίνδυνη. Κι εγώ που τώρα γράφω γι’ αυτήν, ανήσυχος και στεναχωρημένος, δεν μπορώ να κάνω τίποτα, όπως κι εσείς που με διαβάζετε. Έχουμε όλοι τα δικά μας πολύ σοβαρά προβλήματα και μας βαραίνουν αρκετά, δεν μπορούμε να σηκώσουμε τον σταυρό όλων των απελπισμένων, ανέργων, μεταναστών, εξαρτημένων που τριγυρίζουνε πια σ’ αυτή την πόλη έντρομοι, ενοχικοί για όσα δεν κατάφεραν, φορτωμένοι τύψεις για τις διαλυμένες ή υπό διάλυση οικογένειές τους –και τα παιδιά τους πάνω απ’ όλα, που ποιος ξέρει πως τη βγάζουν, δίπλα σε κάποια γιαγιά με σύνταξη 480 ευρώ, ή σε κάποιους συγγενείς στην επαρχία όπου μπορούν ακόμα να εξασφαλίσουνε τουλάχιστον ένα πιάτο φαγητό.
Λένε πως αυτές τις χαρμόσυνες μέρες, τις «εορταστικές», καλό είναι να αποφεύγουμε τα «δυσάρεστα», αφού μάλιστα δεν έχουμε και λύσεις να προτείνουμε. Από την άλλη όμως, ακριβώς αυτές τις μέρες, γινόμαστε (οι ακόμα «ζωντανοί» ψυχικά) πιο ευαίσθητοι και δεν μπορούμε να αποστρέψουμε το βλέμμα μας από αυτήν την μεγάλη δυστυχία που εξαπλώνεται με αβάσταχτη σκληρότητα κάθε μέρα που περνάει. Είναι για όλους μας πολύ δύσκολο αυτό που συμβαίνει και δεν έχουμε τα εφόδια να το επεξεργαστούμε ούτε καν ιδιωτικά, στο μυαλό μας, μόνοι μας. Το πώς δηλαδή φτάσαμε ως εδώ, πως δεν διακρίναμε τον τεράστιο κίνδυνο οι πιο «υπεύθυνοι», οι πιο «μορφωμένοι», οι «κοντά στις εξουσίες» δεκάδες χρόνια τώρα.
Μάλλον δεν θέλαμε να δούμε αυτό που βλέπουμε τώρα –κι έτσι το αφήσαμε να θεριέψει τόσο που, τώρα πια, μπορεί και να είναι αργά.
Όμως η κατηφόρα καθημερινά γίνεται όλο και πιο απότομη, όλο και πιο επικίνδυνη. Κι εγώ που τώρα γράφω γι’ αυτήν, ανήσυχος και στεναχωρημένος, δεν μπορώ να κάνω τίποτα, όπως κι εσείς που με διαβάζετε. Έχουμε όλοι τα δικά μας πολύ σοβαρά προβλήματα και μας βαραίνουν αρκετά, δεν μπορούμε να σηκώσουμε τον σταυρό όλων των απελπισμένων, ανέργων, μεταναστών, εξαρτημένων που τριγυρίζουνε πια σ’ αυτή την πόλη έντρομοι, ενοχικοί για όσα δεν κατάφεραν, φορτωμένοι τύψεις για τις διαλυμένες ή υπό διάλυση οικογένειές τους –και τα παιδιά τους πάνω απ’ όλα, που ποιος ξέρει πως τη βγάζουν, δίπλα σε κάποια γιαγιά με σύνταξη 480 ευρώ, ή σε κάποιους συγγενείς στην επαρχία όπου μπορούν ακόμα να εξασφαλίσουνε τουλάχιστον ένα πιάτο φαγητό.
Λένε πως αυτές τις χαρμόσυνες μέρες, τις «εορταστικές», καλό είναι να αποφεύγουμε τα «δυσάρεστα», αφού μάλιστα δεν έχουμε και λύσεις να προτείνουμε. Από την άλλη όμως, ακριβώς αυτές τις μέρες, γινόμαστε (οι ακόμα «ζωντανοί» ψυχικά) πιο ευαίσθητοι και δεν μπορούμε να αποστρέψουμε το βλέμμα μας από αυτήν την μεγάλη δυστυχία που εξαπλώνεται με αβάσταχτη σκληρότητα κάθε μέρα που περνάει. Είναι για όλους μας πολύ δύσκολο αυτό που συμβαίνει και δεν έχουμε τα εφόδια να το επεξεργαστούμε ούτε καν ιδιωτικά, στο μυαλό μας, μόνοι μας. Το πώς δηλαδή φτάσαμε ως εδώ, πως δεν διακρίναμε τον τεράστιο κίνδυνο οι πιο «υπεύθυνοι», οι πιο «μορφωμένοι», οι «κοντά στις εξουσίες» δεκάδες χρόνια τώρα.
Μάλλον δεν θέλαμε να δούμε αυτό που βλέπουμε τώρα –κι έτσι το αφήσαμε να θεριέψει τόσο που, τώρα πια, μπορεί και να είναι αργά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου