Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Το παγκάκι μου

Γράφει ο Θωμάς Σίδερης
πολιτικός επιστήμονας - συγγραφέας 
Έλειψα για λίγο. Δεν ξέρω ακριβώς πόσο. Δεν έχω ρολόι. Ποτέ δε μ’ άρεσαν τα ρολόγια. Έκανα την ανικανότητά μου -ν’ αγοράσω ένα- κοσμοθεωρία και ησύχασα. Αλήθεια, έχεις ποτέ σκεφτεί  πόσες χαμένες ώρες έχεις φυλακίσει μέσα σ’ ένα ρολόι; Το ρολόι είναι χαμένες ώρες!

Μη με ρωτήσεις πού είχα πάει. Δε θα σου πω. Μπορεί να είχα πάει προς νερού μου. Μπορεί να είχα πάει ν’ αγοράσω ένα σουσαμένιο κουλούρι. Μπορεί να είχα πάει να… Μην επιμένεις, δε θα σου πω. 

Το ζήτημα δεν είναι πού είχα πάει. Το ζήτημα είναι ότι όταν γύρισα, το παγκάκι μου δεν ήταν εκεί. Πρόσεξες τι σου είπα; Το “παγκάκι μου”! Ξέρεις τι μάχες έχω δώσει γι’ αυτό το παγκάκι; Ξέρεις πόσοι το διεκδικούσαν; Ξέρεις ποιος το είχε πριν από μένα; Άστο καλύτερα… Άσ’ τον στην ησυχία του. Στα θυμαράκια του και στα φασκόμηλά του. 

Όλα έγιναν όπως πρέπει. Ήρθε το 166 και τον μάζεψε. Τον έβαλαν σ’ ένα φορείο, τον σκέπασαν με ένα λευκό σεντόνι μέχρι πάνω, μόνο η μακριά λευκή γενειάδα του είχε μείνει ανέγγιχτη στο χρόνο, και τον πήγαν στην Πολυκλινική. Τέρμα Πειραιώς, στην Ομόνοια. Δεν ξέρω γιατί τον πήγαν εκεί πέρα. Μπορεί να εφημέρευε, μπορεί και όχι. 

Το ζήτημα πάντως δεν είναι αν εφημέρευε η Πολυκλινική. Το ζήτημα είναι ότι το παγκάκι μου είχε βάλει πόδια και είχε πάει βόλτα. Ναι, σου λέω, είχε ανοίξει η γης και το είχε καταπιεί. Κοίταξα ένα γύρο την πλατεία. Άφαντο! 

“Τι έγινε, μεγάλε; Έχασες το τελευταίο πράγμα που σου είχε απομείνει στον κόσμο;” ρώτησα τον εαυτό μου. Όσο κι αν περίμενα, δεν πήρα απάντηση καμιά. Όχι γι’ αυτό που μου είχε απομείνει, αλλά γι’ αυτό που έχασα. Αλλά όταν τα έχεις χάσεις όλα, το τελευταίο πράγμα σε νοιάζει; Ναι ρε γαμότο, σε νοιάζει. Ειδικά όταν αυτό το πράγμα είναι το παγκάκι σου.  

Ξέρεις τι πράγματα είχα κάνει πάνω σ’ αυτό το παγκάκι; Ξέρεις; Ξέρεις πόσα αστέρια είχα μετρήσει καθισμένος σ’ αυτό το παγκάκι; Ακόμα και ο Μέλιος, αυτό το παιδί ντε που μετρούσε τα άστρα, θα με ζήλευε… Ξέρεις πόσα γαρύφαλλα και πόσα τριαντάφυλλα έχω φυλάξει πάνω σ’ αυτό το παγκάκι; Έρχονταν τα γυφτάκια, φορτωμένα μέχρι πάνω με λουλούδια, και κάθονταν να ξαποστάσουν. Εγώ δεν είμαι μονόχνοτος σαν τους άλλους. Εγώ τα άφηνα να καθίσουν κοντά μου. Ύστερα έπαιρναν μια αγκαλιά από δαύτα –πόσα λουλούδια να χωρέσει μια παιδική γύφτικη αγκαλιά;- και έτρεχαν στα διάφορα μαγαζιά να τα πουλήσουν. Εγώ έμενα πίσω, πιστός στο παγκάκι μου, και τους τα φυλούσα. Σαν συνοριοφύλακας ήμουν. Συνοριοφύλακας στο δικό μου σύνορο, στο δικό μου παγκάκι, στον δικό μου κόσμο. Όταν ξεπουλούσαν τα λουλούδια τους, γύριζαν πίσω και ξαναγέμιζαν την αγκαλιά τους. Καμιά φορά μού χάριζαν κι από κανένα. Εγώ, δεν τ’ άφηνα να μαραθεί. Δεν τ’ άφηνα να χάσει τη ζωή του και να γίνει λίπασμα για τ’ άλλα λουλούδια. Το ‘παιρνα το επόμενο πρωί και το φύτευα στα παρτέρια της πλατείας. 

Ξέρεις πόσα τριαντάφυλλα έχω φυτέψει εγώ στα παρτέρια; Μη νομίζεις ότι έρχεται και τα φυτεύει ο δήμαρχος. Σιγά μην έρχεται αυτός αυτοπροσώπως. Αυτός κάθεται όλοι μέρα στο παγκάκι του, εντάξει μπορεί μην είναι παγκάκι… Μπορεί να έχει ένα τζάμι αποπάνω, ένα φωτιστικό και πολλά πολλά ανακατεμένα χαρτιά. 

Μα τι να κάνεις το τζάμι, το φωτιστικό και τα ανακατεμένα χαρτιά όταν έχεις την υπέροχη φύση της πλατείας; 

Εκεί που όλες αυτές οι σκέψεις πλημμύριζαν το μυαλό μου σαν το μεσημεριανό συσσίτιο, έσκυψα και τι να δω! Το παγκάκι μου δεν είχε πάει βόλτα μόνο του. Το παγκάκι μου το είχαν ξεριζώσει. Εκεί που πριν ακλόνητο και αειθαλές απολάμβανε την υπέροχη θέα, ξαφνικά έχασκαν τέσσερις μεγάλες τρύπες. Κόντεψε να μου στρίψει. Δηλαδή, όχι ότι δεν είχε πάρει το μυαλό μου τη στροφή κατά το παρελθόν, αλλά τώρα είχε κόψει όλο το τιμόνι. 

Έστριψα το κεφάλι και κοίταξα κατά τη μεριά του συναδέλφου. Αυτός κόντευε πια να βγει στη σύνταξη. Τριάντα τέσσερα χρόνια άστεγος. Ας όψονται όμως τα τελευταία μέτρα της κυβέρνησης. Σαράντα και βάλε μέχρι να θεμελιώσεις δικαίωμα. Δηλαδή, μέχρι να ‘ρθεί το ασθενοφόρο και να σε πάρει. 

Τι να δω, Και το δικό του παγκάκι ξεριζωμένο. Σα να ήταν δέντρα που τα ξερίζωσαν βίαια για να φτιάξουν πάρκινγκ… πολυκατοικίες… μετρό… τα κέρατά τους μέσα… 

“Ρε συ τι έγινε;” ρώτησα τον εαυτό μου. Φαίνεται όμως ότι την ερώτηση αυτή την έκανα φωναχτά, αφού ένας συνάδελφος των βαρέων και ανθυγιεινών βάλθηκε να μου λύσει την απορία. Αυτός ανήκει στα βαρέα, γιατί κοιμάται μόνιμα στα πεζοδρόμια. Αυτός ίσως μετά τα σαράντα χρόνια υπηρεσία βγάλει και επικουρική. Ο τυχεράκιας! “Δεν τα έμαθες”, μου λέει. “Ήρθε ο δήμαρχος αυτοπροσώπως και ξερίζωσε όλα τα παγκάκια.” “Αυτοπροσώπως;”  ρωτάω εγώ αυθόρμητα. “Ναι ρε, αυτό σε πείραξε;”

Όσο να ‘ναι, με πείραξε. Όχι για τον δήμαρχο που μου ξερίζωσε το παγκάκι. Γι’ αυτόν, ειλικρινά, χέστηκα! Με πειράζει όμως για το παγκάκι. Δηλαδή, όχι ακριβώς για το παγκάκι. Αλλά για τον στίχο του Λουντέμη που είχα χαράξει πάνω του… 

“Έλα κοντά μου δεν είμαι η φωτιά
τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια
τις πνίγουν οι νεροποντές
τις κυνηγούν οι βοριάδες…”