Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Στην Ελληνική Βαϊμάρη

 του Μιχάλη Μίττα

Εναλλακτικός και ίσως πιο εμπορικός τίτλος του άρθρου θα μπορούσε να είναι ''η άνοδος του νεοφασισμού στην Ελλάδα''. Ωστόσο, τα βασικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής πραγματικότητας δεν μας επιτρέπουν να αποφύγουμε δυσάρεστους συνειρμούς σε σχέση με την μεσοπολεμική Γερμανική δημοκρατία. Την θνησιγενή δημοκρατία που θεσπίστηκε με το περίφημο Σύνταγμα της Βαϊμάρης και η οποία κατέληξε στην αυτοδιάλυση με την νομότυπη ανάδειξη των Ναζί στην εξουσία.


Οι αναλογίες (αν όχι ομοιότητες) ανάμεσα στις δυο περιπτώσεις είναι εμφανέστατες. Το κράτος ηττημένο και διαλυμένο, από έναν πόλεμο στην μια περίπτωση και από μια βαριά οικονομική κρίση στην άλλη, με αβέβαιο μέλλον και απαξιωμένη πολιτική ηγεσία και η κοινωνία εθνικά ταπεινωμένη, σπαρασσόμενη από φτώχεια, ανεργία και ανασφάλεια. Οι συνθήκες αυτές αποτέλεσαν ιστορικά το ιδανικότερο ''λίπασμα'' για την εμφάνιση, ανάπτυξη και τελικά επικράτηση εθνικοσοσιαλιστικών-φασιστικών-ναζιστικών κινήσεων. Φυσικά, τα αίτια που οι συγκεκριμένοι πολιτικοί χώροι, πετυχαίνουν σε παρόμοιες συνθήκες είναι απλά. Χρησιμοποιώντας εύπεπτη, λαϊκίζουσα ρητορική δίνουν στις καταρρακωμένες κοινωνίες αυτό που τους λείπει περισσότερο: περηφάνια και ασφάλεια. Ο εθνικισμός, με άλλα λόγια το πατριωτικό ένστικτο του καθενός που τον κάνει να νιώθει διαφορετικός ή και καλύτερος από τους άλλους, είναι ένα βασικό εργαλείο σε αυτή την διαδικασία. Οι πολίτες ομαδοποιούνται απέναντι στην διαφορετικότητα και οπαδοποιούνται αντιμετωπίζοντας την ως κοινό εχθρό. Και διαφορετικότητα βεβαίως συνήθως νοείται ο εκάστοτε αδύναμος κρίκος: το διπλανό κράτος, οι αθίγγανοι, οι θρησκευτικές μειονότητες, οι ''κομουνιστές'', οι μετανάστες..

Η συνταγή, όπως δυστυχώς έχει αποδειχθεί διαχρονικά, είναι άκρως επιτυχημένη. Για την ακρίβεια, το μείγμα εθνικής περηφάνιας-πειθαρχίας-λαϊκισμού
-ψευδαίσθησης-ασφάλειας, όπου και αν εφαρμόστηκε σε συνδυασμό με τις κατάλληλες συνθήκες δεν απέτυχε ποτέ. Η σημερινή Ελλάδα δεν φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση. Ασφαλώς δεν αναφέρομαι στην πρόσφατη άστοχη ''δήλωση'' της αθλήτριας και τον κανιβαλισμό που την ακολούθησε και θα μπορούσε από μόνος του να αποτελέσει θέμα για αρθρογραφία. Διότι ως συνήθως η πολιτική και δημοσιογραφική καθημερινότητα αναλώθηκαν στο έλασσον, είτε για να εξιλεωθούν για την αποτυχία τους να αντιμετωπίσουν το μείζον είτε (το πιθανότερο) για να μεταφέρουν το πολίτικο παιχνίδι σε άλλο βολικότερο από την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα γήπεδο. Το μείζον λοιπόν είναι η πολιτική και κοινωνική ενίσχυση και καθιέρωση της άκρας δεξιάς με την μορφή της Χρυσής Αυγής, χώρου που υπό συνθήκες ομαλότητας, έστω φαινομενικής, δεν εξέφραζε ποτέ ποσοστό του πληθυσμού μεγαλύτερο από λίγες δεκαδικές μονάδες. Όχι μόνο λοιπόν η άκρα δεξιά άγγιξε το 7,5% και αναδείχθηκε πέμπτη πολιτική δύναμη, αλλά πέτυχε, παρά την όλη αρνητική δημοσιότητα, σε σημείο λασπολογίας, που συλλήβδην μέσα ενημέρωσης και πολιτικός κόσμος εφάρμοσαν, να διατηρήσει το ίδιο ποσοστό και στις δεύτερες εκλογές. Αναμφισβήτητα πρόκειται για έναν από τους κύριους νικητές των εκλογών. Το μείγμα, κοινωνικής και οικονομικής (ουσιαστικά αριστερής) πολιτικής, αντιμεταναστευτικής συνθηματολογίας και υπερπατριωτισμού, εφαρμοζόμενο στην Ελλάδα όπως ήδη περιγράφηκε, βρίσκει επιτυχία. Πότε όμως εκκολάπτεται το ''αυγό του φιδιού''; Πότε δηλαδή κερδίζει την εμπιστοσύνη, την προσοχή και τέλος την ψήφο του εκλογικού σώματος; Φυσικά όταν οι πολίτες, απογοητευμένοι γενικώς τόσο από την υλική πραγματικότητα που βιώνουν όσο και από το έλλειμμα αντιπροσώπευσης, στρέφονται σε μια δύναμη νέα, διαφορετική και πολιτικά-προγραμματικά ευχάριστη, κάνοντας μάλιστα και τους αναγκαίους προσωπικούς ιδεολογικούς συμβιβασμούς. Γι' αυτό προεκλογικά το επεισόδιο Κανέλλη ενίσχυσε εντέλει την Χρυσή Αυγή, όπως και οι επιθέσεις των ΜΜΕ. Γι' αυτό μετεκλογικά οι προσπάθειες αποκλεισμού της από τις συνήθεις και διαδικαστικού χαρακτήρα διαδικασίες (ανάδειξη προεδρείου της Βουλής, συζητήσεις με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κλπ) θα συνεχίσει να την ενισχύει. Η Χρυσή Αυγή εμφανίζεται αργά αλλά σταθερά ως ένας κομματικά οργανωμένος χώρος που απέναντι του έχει σύσσωμο ένα πολιτικό και μιντιακό σύστημα πλήρως απαξιωμένο από την κοινή γνώμη. Οι εκπρόσωποι της άκρας δεξιάς, παράλληλα με τις συνήθεις πρακτικές και τακτικές τους, όπως τις περιγράψαμε, μετατρεπόμενοι σε ήρωες στα μάτια του κόσμου κερδίζουν υποστήριξη και συσπείρωση. Ο αποκλεισμός τους δε από τα κλασικά ΜΜΕ αποτελεί κίνηση ατελέσφορη και αστεία σε ένα ενημερωτικό περιβάλλον στηριζόμενο στο Διαδίκτυο.

Με βάση αυτήν την, πρόχειρη ίσως, ανάλυση είναι λίγο-πολύ προφανές πως μπορεί η φιλελεύθερη αστική δημοκρατία να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της ακροδεξιάς πριν ενδυναμωθεί τόσο ώστε αυτοτροφοδοτούμενο να επικρατήσει. Η καλλιέργεια αφενός του αισθήματος ασφάλειας στους πολίτες όχι τόσο με την μορφή της αστυνομικής προστασίας, όσο κυρίως με την μορφή της κοινωνικής, οικονομικής ασφάλειας που νιώθουν όταν, ακόμα και εν μέσω κρίσης, καλύπτονται από ένα δίχτυ προνοιακής προστασίας, καθιστά μη αναγκαία την πολιτική παρουσία αυτού του ιδεολογικού χώρου. Αφετέρου, η δημόσια αντιμετώπιση του κομματικού φορέα της ελληνικής ακροδεξιάς και των εκπροσώπων της ως κοινών πολιτικών σχηματισμών και η ανάδειξη ορισμένων παρωχημένων θέσεων τους με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει στην απομυθοποίηση της. Με την διπλή αυτή αντιμετώπιση ο επικίνδυνος αυτός χώρος που τείνει να καθιερωθεί στην λαϊκή συνείδηση ως τιμωρός του πολιτικού συστήματος και ως προστάτης των αδύναμων θα απαξιωθεί και θα "ξεφουσκώσει". Αν όμως η αντίδραση δεν έρθει ή εφαρμοστεί λανθασμένα, τότε οι θύρες της "ελληνικής Βαϊμάρης" θα παραμείνουν ορθάνοιχτες...


Μίττας Μιχάλης,

Ασκ. Δικηγόρος

Πρ. Συλλόγου Ασκουμένων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης 
Πηγή "dubium"