Και που λέτε, γεννήθηκα πάνω σ’ ένα σκουριασμένο παγκάκι, δίπλα σε
μερικούς στίχους που μιλάγανε γι’ αγάπη, κοντά στα σκαλοπάτια της
εκκλησιάς, με τη μάνα μου να σέρνει τα ματωμένα της σκέλια, φιλώντας τα
πόδια του Θεού. Όλα ‘γίναν γρήγορα, βιαστικά, χωρίς θερμοκοιτίδες, χωρίς
βιντεοκάμερες και χαρούμενους συγγενείς, δίχως μπαλόνια και ρουχαλάκια
σε κατάλληλα αγορασμένα χρώματα. Μαμή μου ήταν η παγωνιά που μ’ έφερε με
το στανιό στον κόσμο των παγερών ανθρώπων, έτσι που όλοι τους αδιάφορα
προσπερνούσαν τα αίματα και το μωρουδιακό μου κλάμα. Όλο το σκηνικό ήταν
πολύ μακριά από εκείνη την παραδεισένια αγκαλιά που καταγράφουν οι
ψυχαναλυτές για το πώς αισθάνεται ο άνθρωπος τη στιγμή του ερχομού του
στη γη και που λένε ότι σε κάνει υποσυνείδητα να νιώθεις Θεός ο ίδιος.
Είμαι το παιδί του πρόωρου τοκετού που είδε σκοτάδι αντί για φως κι
εγκατέλειψε τη μήτρα του σαν τα παιδιά εκείνα που δεν αντέχουν άλλο τη
χώρα τους και φεύγουν μακριά της. Είμαι το παιδί που από την πείνα και
την οργή του κόντεψε να καταπιεί τον ίδιο του τον ομφάλιο λώρο. “Κρίμα”,
ήταν η πρώτη μου η λεξούλα.
Για κουβέρτα είχα μερικές τρύπιες κουρτίνες από ένα σπίτι που κάποτε ήταν των γονιών μου. Φοβηθήκανε οι δόλιοι κι αφήσανε τη θλίψη να μπει ανάμεσά τους, σαν τρίτο πρόσωπο, σαν μια κακούργα γυναίκα που τους ζήλεψε και τους χώρισε μια για πάντα. Τρομάξανε πως η γέννησή μου δεν θα είναι η πιο ευτυχισμένη τους στιγμή αλλά μήπως θεωρηθώ απόδειξη μιας δήθεν πολυτελούς διαβίωσής τους. Και χάσανε τα λογικά τους κι αφεθήκανε στη βία και τον πανικό. Κι ακόμα ακούω τα μανίκια να σηκώνονται και τα ρούχα να ξεσκίζονται και τις πατρικές γροθιές πάνω στη μήτρα να με ταρακουνάνε σαν μαχαίρια που έρχονται με φόρα και καρφώνονται σε πόρτες με μηνύματα απειλητικά. Κι ακόμα ακούω τις φωνές και τα λαχανητά της μάνας μου που έτρεχε να κρυφτεί κάτω από κρεβάτια, καθώς έπιανε την κοιλιά της αγκαλιά. Λένε πως το βρέφος αντιλαμβάνεται τους εξωτερικούς ήχους πολύ πριν γεννηθεί. Η δικιά μου πρώτη μουσική είχε νότες από κραυγές και αγωνία, που ανεπαίσθητα άρχισα να συνηθίζω. Κι έγινε το λυπημένο τραγουδάκι μου. Μη-μου-κλαις-μα-νού-λα.
Έλα, νανούρισέ με τώρα, είναι οι στιγμές πολύτιμες. Ναι και τα μωρά έχουν σοφία και μπορούν με τη στάση τους να σου διδάξουν δεκάδες βιωματικά μαθήματα. Είμαστε οι αισθήσεις σε πλήρη εγρήγορση, είμαστε το θαύμα, είμαστε τα κύτταρα που ενώνονται και πολλαπλασιάζονται, είμαστε η πρώτη, καθάρια ποσότητα που τρέχει από την πηγή της ζωής, άρα καλό είναι να λάβεις σοβαρά τις ενστικτώδεις αντιδράσεις μου και μη νομίζεις ότι δεν αντιλαμβάνομαι τι γίνεται εκεί έξω. Να, άσε με να σου δείξω ότι ξέρω ακόμα και να κολυμπάω, τώρα έτσι όπως βρέχει και οι δρόμοι γύρω μας γίνονται θάλασσες με λάσπη. Άσε με να ανοίξω το στόμα μου προς τον ουρανό και να ξεδιψάσω, άσε με να ορμήξω στην πρώτη περαστική και να ρουφήξω μονομιάς το γάλα που κουβαλάει στα στήθη της, μιας και το δικό σου είπες ότι τέλειωσε. Αποκοιμήθηκες, πάλι. Καμιά αφορά θαρρεί κανείς ότι εσύ, μάνα, είσαι το βρέφος, ότι εσύ είσαι εκείνη που έχει ανάγκη περισσότερο τα γλυκά παραμυθάκια, σαν να θέλεις να βυθιστείς σε ύπνο ανάλαφρο, πουπουλένιο. Νάνι, νάνι, και να γλυκάνει ο πόνος μες την καρδιά.
Μη μου στεναχωριέσαι και το δράμα σου δεν θα κρατήσει για πολύ. Έχω βάλει σκοπό σπουδαίο που νομίζω θα τον πετύχω. Μέτρησα τα χρόνια του Χριστούλη και είπα να θυσιαστώ όπως κι αυτός. Έτσι, για να στείλω το δικό μου συμβολικό μήνυμα στη θρησκευόμενη πλάση. Θα πουν πως έζησα μόλις τριάντα τρεις ημέρες. Και πως ήταν η κάθε ημέρα μου σαν χρόνος. Κι ύστερα, λίγο πριν λαλήσουν τα τελευταία κοράκια που πετούν από πάνω μας, θα τεντώσω τα χεράκια και θα καρφώσω τις παλάμες με κομμάτια απ’ το σπασμένο μου το μπιμπερό. Και το πεζοδρόμιο θα ‘ναι ο σταυρός μου, για να φαίνομαι ωραίο από ψηλά, μωράκι εσταυρωμένο. Τότε μπορεί και να μας προσέξουν, μανούλα. Τότε μπορεί να τρέχουνε όλοι και να ζητάνε συγχώρεση και ν’ απορουνε πώς γίνεται στην εποχή μας να καίγονται μωρά στη φωτιά της ασιτίας. Και θα σου ‘χω αφήσει μερικά λογάκια να λες σ’ όλους αυτούς που θα σε σημαδεύουν ύστερα με μικρόφωνα και κάμερες, προσπαθώντας απεγνωσμένα ν’ αποθανατίσουν το θάνατο. Το μωρό που δεν χόρτασε ποτέ στη ζωή του. Το μωρό που δεν χόρτασε ποτέ τη ζωή του.
Άσε με. Άσε με να νιώσω εκείνη την εκτυφλωτική σχεδόν λάμψη, τώρα που ζεσταίνει τα σωθικά μου μέσα, τώρα που ιατρικές εξετάσεις και ληξιαρχικές πράξεις φυτρώνουν στους ώμους μου, σαν φτερά αγγέλου που πέταξε ψηλά. Θα πάω και θα βρω την αυλή του παραδείσου και θα παίξω με τ’ άλλα τα μωράκια με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια. Θα κάνουμε σκανδαλιές και ναζάκια και θα βουτάμε σε σύννεφα από δάκρυα που θα τα κάνουμε μπόρες για να βρέξουν τον κόσμο να ξεπλύνει τα αμαρτήματά του. Θα γίνουμε θλιμμένα σκαλιστά αγάλματα σε νεκροταφεία, θα σκαρφαλώσουμε πάνω σε νωπούς τοίχους από μοναστήρια, δίπλα σε αγίους να παιανίζουμε εμβατήρια αποκάλυψης. Θα ερχόμαστε κρυφά τις νύχτες πάνω απ’ τα κοιμισμένα σώματα των ανθρώπων. Και θα τα σκεπάζουμε με μιαν αιθέρια αίσθηση ανακούφισης. Ναι, εκείνη τη χαρακτηριστική αγαλίαση που νιώθεις όταν συνέρχεσαι από ξαφνική λιποθυμία. Τότε που σαν ξυπνήσεις, η καρδιά σου χτυπά τόσο ξεκούραστα και σταθερά, που θαρρείς ότι σχεδόν δεν την ακούς καν να χτυπά. Σαν τη δικιά μου.
Που δε χτυπά πια.
Πηγή "Τα κακώς κείμενα"
Για κουβέρτα είχα μερικές τρύπιες κουρτίνες από ένα σπίτι που κάποτε ήταν των γονιών μου. Φοβηθήκανε οι δόλιοι κι αφήσανε τη θλίψη να μπει ανάμεσά τους, σαν τρίτο πρόσωπο, σαν μια κακούργα γυναίκα που τους ζήλεψε και τους χώρισε μια για πάντα. Τρομάξανε πως η γέννησή μου δεν θα είναι η πιο ευτυχισμένη τους στιγμή αλλά μήπως θεωρηθώ απόδειξη μιας δήθεν πολυτελούς διαβίωσής τους. Και χάσανε τα λογικά τους κι αφεθήκανε στη βία και τον πανικό. Κι ακόμα ακούω τα μανίκια να σηκώνονται και τα ρούχα να ξεσκίζονται και τις πατρικές γροθιές πάνω στη μήτρα να με ταρακουνάνε σαν μαχαίρια που έρχονται με φόρα και καρφώνονται σε πόρτες με μηνύματα απειλητικά. Κι ακόμα ακούω τις φωνές και τα λαχανητά της μάνας μου που έτρεχε να κρυφτεί κάτω από κρεβάτια, καθώς έπιανε την κοιλιά της αγκαλιά. Λένε πως το βρέφος αντιλαμβάνεται τους εξωτερικούς ήχους πολύ πριν γεννηθεί. Η δικιά μου πρώτη μουσική είχε νότες από κραυγές και αγωνία, που ανεπαίσθητα άρχισα να συνηθίζω. Κι έγινε το λυπημένο τραγουδάκι μου. Μη-μου-κλαις-μα-νού-λα.
Έλα, νανούρισέ με τώρα, είναι οι στιγμές πολύτιμες. Ναι και τα μωρά έχουν σοφία και μπορούν με τη στάση τους να σου διδάξουν δεκάδες βιωματικά μαθήματα. Είμαστε οι αισθήσεις σε πλήρη εγρήγορση, είμαστε το θαύμα, είμαστε τα κύτταρα που ενώνονται και πολλαπλασιάζονται, είμαστε η πρώτη, καθάρια ποσότητα που τρέχει από την πηγή της ζωής, άρα καλό είναι να λάβεις σοβαρά τις ενστικτώδεις αντιδράσεις μου και μη νομίζεις ότι δεν αντιλαμβάνομαι τι γίνεται εκεί έξω. Να, άσε με να σου δείξω ότι ξέρω ακόμα και να κολυμπάω, τώρα έτσι όπως βρέχει και οι δρόμοι γύρω μας γίνονται θάλασσες με λάσπη. Άσε με να ανοίξω το στόμα μου προς τον ουρανό και να ξεδιψάσω, άσε με να ορμήξω στην πρώτη περαστική και να ρουφήξω μονομιάς το γάλα που κουβαλάει στα στήθη της, μιας και το δικό σου είπες ότι τέλειωσε. Αποκοιμήθηκες, πάλι. Καμιά αφορά θαρρεί κανείς ότι εσύ, μάνα, είσαι το βρέφος, ότι εσύ είσαι εκείνη που έχει ανάγκη περισσότερο τα γλυκά παραμυθάκια, σαν να θέλεις να βυθιστείς σε ύπνο ανάλαφρο, πουπουλένιο. Νάνι, νάνι, και να γλυκάνει ο πόνος μες την καρδιά.
Μη μου στεναχωριέσαι και το δράμα σου δεν θα κρατήσει για πολύ. Έχω βάλει σκοπό σπουδαίο που νομίζω θα τον πετύχω. Μέτρησα τα χρόνια του Χριστούλη και είπα να θυσιαστώ όπως κι αυτός. Έτσι, για να στείλω το δικό μου συμβολικό μήνυμα στη θρησκευόμενη πλάση. Θα πουν πως έζησα μόλις τριάντα τρεις ημέρες. Και πως ήταν η κάθε ημέρα μου σαν χρόνος. Κι ύστερα, λίγο πριν λαλήσουν τα τελευταία κοράκια που πετούν από πάνω μας, θα τεντώσω τα χεράκια και θα καρφώσω τις παλάμες με κομμάτια απ’ το σπασμένο μου το μπιμπερό. Και το πεζοδρόμιο θα ‘ναι ο σταυρός μου, για να φαίνομαι ωραίο από ψηλά, μωράκι εσταυρωμένο. Τότε μπορεί και να μας προσέξουν, μανούλα. Τότε μπορεί να τρέχουνε όλοι και να ζητάνε συγχώρεση και ν’ απορουνε πώς γίνεται στην εποχή μας να καίγονται μωρά στη φωτιά της ασιτίας. Και θα σου ‘χω αφήσει μερικά λογάκια να λες σ’ όλους αυτούς που θα σε σημαδεύουν ύστερα με μικρόφωνα και κάμερες, προσπαθώντας απεγνωσμένα ν’ αποθανατίσουν το θάνατο. Το μωρό που δεν χόρτασε ποτέ στη ζωή του. Το μωρό που δεν χόρτασε ποτέ τη ζωή του.
Άσε με. Άσε με να νιώσω εκείνη την εκτυφλωτική σχεδόν λάμψη, τώρα που ζεσταίνει τα σωθικά μου μέσα, τώρα που ιατρικές εξετάσεις και ληξιαρχικές πράξεις φυτρώνουν στους ώμους μου, σαν φτερά αγγέλου που πέταξε ψηλά. Θα πάω και θα βρω την αυλή του παραδείσου και θα παίξω με τ’ άλλα τα μωράκια με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια. Θα κάνουμε σκανδαλιές και ναζάκια και θα βουτάμε σε σύννεφα από δάκρυα που θα τα κάνουμε μπόρες για να βρέξουν τον κόσμο να ξεπλύνει τα αμαρτήματά του. Θα γίνουμε θλιμμένα σκαλιστά αγάλματα σε νεκροταφεία, θα σκαρφαλώσουμε πάνω σε νωπούς τοίχους από μοναστήρια, δίπλα σε αγίους να παιανίζουμε εμβατήρια αποκάλυψης. Θα ερχόμαστε κρυφά τις νύχτες πάνω απ’ τα κοιμισμένα σώματα των ανθρώπων. Και θα τα σκεπάζουμε με μιαν αιθέρια αίσθηση ανακούφισης. Ναι, εκείνη τη χαρακτηριστική αγαλίαση που νιώθεις όταν συνέρχεσαι από ξαφνική λιποθυμία. Τότε που σαν ξυπνήσεις, η καρδιά σου χτυπά τόσο ξεκούραστα και σταθερά, που θαρρείς ότι σχεδόν δεν την ακούς καν να χτυπά. Σαν τη δικιά μου.
Που δε χτυπά πια.
Πηγή "Τα κακώς κείμενα"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου