Της Ποπης Διαμαντακου
Δύο μιντιακά σόου σφράγισαν την αμήχανη προ-πασχαλινή ατμόσφαιρα του ευρισκόμενου όχι μόνο σε οικονομική κρίση, αλλά όπως αποδεικνύεται και διαρκή σύγχυση, φιλοθεάμονος έθνους. Και τα δύο στη σκιά μιας αναστατωμένης πολιτικής σκηνής, με τα πολύπλοκα και δυσοίωνα μηνύματά της, ανέλαβαν υποτίθεται να θυμίσουν, μέρες πασχαλινές και γιορτινές για τον τόπο, την ανάγκη η ζωή να συνεχίσει την πορεία της και να στείλουν τα ανάλογα μηνύματα σε εσωτερικό και εξωτερικό, ότι παραμένουμε τόπος των «μύθων» και δη των γλεντζέδικων. Σπουδαία!
Ετσι είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι ο εθισμός στην κιτσάτη μπαναλιτέ του λάιφ στάιλ της αφασίας είναι πανίσχυρος. Οσο κι αν προσπαθούμε εσχάτως να αναδείξουμε το κύτταρο μιας νέας ηθικής της ελληνικής κοινωνίας, όπου η σαθρή, γυαλιστερή επιφάνεια υποχωρεί για να αναδείξει έναν εύρωστο, ψυχικό πλούτο που επενδύει μόνον σε ουσιαστικές αξίες, ήταν αρκετός ο «καθρέφτης» των εν λόγω δύο μιντιακών γεγονότων για να ξαναδούμε σε αυτόν το πρόσωπο του εγχώριου καρναβαλικού τέρατος.
Το ένα ήταν απλώς διαφημιστικό σποτάκι. Μια ελληνική οικογένεια συγκεντρωμένη στην αυλή της ψήνει τον οβελία σε ατμόσφαιρα παραδοσιακού, πασχαλινού διονυσιασμού. Χαρακτηριστικό το dress code των ανδρών της παρέας, αθλητικό φανελάκι που υπογραμμίζει τη σπιτική άνεση και τη λαϊκή αφέλεια, προς επίρρωση της οποίας έρχεται και η εντολή του πάτερ-φαμίλια στον βοηθό-ψήστη «στα μπούτια, στα μπούτια». Πριν πάει ο νους στο πονηρό, ο φακός ζουμάρει στο λεμονάκι που ραντίζει τα ξεροψημένα μπουτάκια του οβελία, έδεσμα ανυπέρβλητα ηδονικό για τους πασχαλινούς γαργαντούες που ακονίζουν μασέλες. Αίφνης εμφανίζεται και η «έκπληξη» της ημέρας, η νονά των τέκνων, γνωστή λαϊκή αοιδός, ντυμένη… αυγό, καθώς οι ανατομικές λεπτομέρειες του οπισθίου μέρους του σώματός της, ασφυκτικά περιβεβλημένες με κατακόκκινο, γυαλιστερό ύφασμα αναδεικνύονται αυγουλοειδείς, καθώς ζουμάρει ο φακός πάνω τους, παραπέμποντας στο σχήμα του παραδοσιακού πασχαλινού συμβόλου. Το όλον συμπληρώνεται με το άσμα της νονάς, σε ποθοπλάνταχτο τέμπο ξενυχτάδικου, με το οποίο διαφημίζει αλυσίδα παιχνιδιών και δώρων απ’ όπου προμηθεύτηκε τα καλούδια για τα βαφτιστήρια της.
Το πρόβλημα δεν είναι η συμπαθεστάτη αοιδός. Συμβόλισε άριστα τον εαυτό της, στον οποίο προσέδωσε τον επιπλέον συμβολισμό της νονάς ελληνοπαίδων, που μεγαλώνουν μέσα στη σκληρή κρίση και έχουν δικαίωμα στο όνειρο. Αλλωστε, ποιος ο ρόλος της νονάς σύμφωνα με θρησκεία και παράδοση, αν όχι η πνευματική καθοδήγηση των τέκνων που της εμπιστεύονται οι γονείς; Και ποια είναι η κορυφαία συνέπεια της κρίσης αν όχι τα αδειανά νυχτομάγαζα και οι έρημες πίστες, που άλλοτε αντανακλούσαν τη γλεντζέδικη αισθητική ενός ευδαίμονος τόπου;
Το έτερο γεγονός, διαφημιστικό και αυτό, μοιάζει διαφορετικό αλλά παραμένει απόλυτα συνδεδεμένο με την ανωτέρω αισθητική και ως φαίνεται την αναντίρρητη εθνική παράδοση του πασχαλινού πνεύματος. Κατέφθασαν στη Μύκονο κατόπιν προσκλήσεως των αρχών, η οικογένεια σύμβολο του τηλεοπτικού αέρα κοπανιστού, οι Καρντάσιανς.
Διασημότητες, με μοναδικό προσόν την ευκολία τους να εκθέτουν στον τηλεοπτικό φακό κάθε στιγμή της ζωής τους και ως εκ τούτου, απόλυτα προϊόντα του αφρώδους τηλεοπτικού «πολιτισμού» και τίποτε πέραν αυτού. Λέγεται ότι το οικογενειακό τους ριάλιτι έχει 600 εκατομμύρια κοινό και ο καθείς εξ αυτών χιλιάδες followers στο twitter. Προφανώς σε όλο αυτό προσβλέπει η τουριστική Ελλάδα της κρίσης για να διαφημιστεί, υποκλινόμενη στο απόλυτο κιτς του μποτοξαρισμένου μέχρι σκασμού, αμερικανικού μικροαστισμού.
Να δεχθούμε ότι ο τουρισμός επενδύει σε οτιδήποτε «πουλάει» σε ένα μαζικό κοινό μαγεμένο από παραμύθια. Αλλά εν προκειμένω εκείνοι που γνωρίζουν ποιοι είναι, τι ακριβώς πουλάνε και σε ποιους, είναι οι Καρντάσιαν. Εξ ου και δεν τους ξεφεύγει η παραμικρή εκδήλωση ευαρέσκειας για το τοπίο ή για τη φιλοξενία. Αγέρωχες σταρούμπες, είτε στο Μαϊάμι είτε στη Μύκονο, ξέρουν ότι το παραμύθι είναι δικό τους. Το ντεκόρ αλλάζει. Οχι ότι είναι κακό να προσφέρουμε ντεκόρ σε χολιγουντιανά, πλαστικά τίποτε. Το αντίθετο.
Απλώς, οι δύο διαφημιστικές αφηγήσεις την ίδια πασχαλινή στιγμή, η μια με την υποβόσκουσα, θλιβερή νοσταλγία για την Ελλάδα της πίστας και την υποβολιμιαία προτροπή στην πιτσιρικαρία να την θαυμάζει ως ιδανικό «πνευματικό» δώρο της νεραϊδένιας αυγουλονονάς και η άλλη με την αποθέωση της ριαλιτζίδικης αισθητικής, έμοιαζαν να καθρεφτίζουν τη χειρότερη πτυχή της εθνικής ελαφρότητας.
Πηγή "Καθημερινή"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου