Σταύρος Κωνσταντακόπουλος
Είναι πραγματικό δύσκολο να απαντήσεις στον καταιγισμό κριτικών που δέχεται αυτές τις μέρες ο χώρος της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Όταν υπάρχει καταιγισμός πυρών, ευλόγως διαλέγεις να προφυλαχθείς και να ανασυγκροτήσεις τις δυνάμεις σου, ώστε, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή, να αντεπιτεθείς με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας.
Μια από τις κριτικές που δέχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, μια κριτική με προέλευση ευρέος φάσματος, είναι εκείνη που τον υποδεικνύει ως έναν δημαγωγικό χώρο, ο οποίος επιμένει να αγνοεί τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας και να αναλώνεται σε εύκολες, λαϊκίστικες κορώνες που, αν υλοποιηθούν, δεν μπορούν παρά να έχουν δραματική για τον «τόπο» κατάληξη. Είναι τέτοια η υποτιθέμενη άγνοια από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ των όσων πραγματικά συμβαίνουν στην πατρίδα μας, που οι πολέμιοί μας απορούν πώς κατορθώνουμε ακόμα και στεκόμαστε και δεν έχουμε πάρει των ομματιών μας. Παρότι δεν μπορούν όμως να εξηγήσουν την επιμονή της ύπαρξής μας, πιστεύουν ότι μπορούν να ερμηνεύσουν την αιτία της τύφλωσής μας. Η τελευταία, κατ’ αυτούς, κατοικοεδρεύει στην ιδεοληπτικού χαρακτήρα εμμονή μας με τον άχρηστο πλέον ή, εν πάση περιπτώσει, χειμαζόμενο μαρξισμό. Χωρίς να έχουμε την απαιτούμενη προς τούτο άδεια από το ΚΚΕ, επιμένουμε να θεωρούμε την ελληνική κοινωνία ως μια κοινωνία διαιρεμένη σε τάξεις.Μπορεί το περίγραμμά τους να μην έχει τα αυστηρά καθορισμένα όρια που διέθετε στο παρελθόν, μπορεί η ταξική κινητικότητα να μην επιτρέπει να μιλάμε για δύο και μόνον δύο αντίπαλα περίκλειστα στρατόπεδα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τούτη η κοινωνία δεν διαιρείται σε τάξεις. Μπορεί η πτώση του «σοσιαλιστικού» στρατοπέδου το ’89, η οποία δεν υπήρξε μόνον πολιτικού αλλά και θεωρητικού χαρακτήρα ήττα, να μας έχει οδηγήσει να βάζουμε μερικές φορές πολύ νερό στο κρασί μας, να αποκαλούμε την άρχουσα τάξη και τις πολιτικές της με τον άμορφο όρο «διαπλοκή», όπως μπορεί να αποκαλούμε τις κατώτερες τάξεις με τον όρο «λαό», διευκολύνοντας έτσι τις αιτιάσεις περί λαϊκισμού — αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τούτη η κοινωνία δεν διαιρείται σε ανώτερες και κατώτερες τάξεις. Και, κυρίως, δεν σημαίνει ότι για τα όσα δεινά υποφέρουμε τα τελευταία μνημονιακά χρόνια στην Ελλάδα υπεύθυνοι είναι όλοι εξίσου, είτε ανήκουν στις ανώτερες τάξεις είτε στις κατώτερες.
Στον αντίποδα τέτοιου είδους ιδεοληψιών θέλουν να λένε ότι κινούνται οι αντίπαλοί μας. Αποφεύγοντας παρωχημένα θεωρητικά δάνεια και πατώντας υποτίθεται γερά στην ελληνική γη, προτιμούν να αποδώσουν τις κακοδαιμονίες μας σε άλλους λόγους. Προτιμούν να απεικονίσουν την ελληνική κοινωνία ως μια ολότητα συντιθέμενη από πολλές ομάδες με αντικρουόμενα συμφέροντα. Κατ’ αυτούς, το κακό μας το ριζικό δεν είναι τόσο το αποτέλεσμα της απληστίας των ανώτερων τάξεων, αλλά της ανεύθυνης, εγωιστικής μικροπολιτικής επαγγελματικών κατηγοριών, ποικίλων κοινωνικών συσσωματώσεων και ανεύθυνων συνδικαλιστικών ηγεσιών. Φαρμακοποιοί και ταξιτζήδες, πρυτάνεις και συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, ανάμεσα στους άλλους, οδήγησαν, με τις ανερμάτιστες αξιώσεις τους, την κοινωνία μας εκεί που την οδήγησαν.
Περιγράφοντας αλλά και δαιμονοποιώντας το ορατό συγκεκριμένο, αποφεύγοντας θεωρητικές αφαιρέσεις όπως οι τάξεις, κάλεσαν μια κοινωνία στον αυτο-οικτιρμό και στη συλλογική ενοχή. Και σαν να μην τους έφτανε αυτή η γιγάντια πράξη μετάθεσης των ευθυνών σε ανθρώπους που μικρή μόνον ευθύνη που έχουν για όσα μας συμβαίνουν, έκαναν δύο πράγματα ακόμη. Το πρώτο είναι ότι ξόρκισαν το κακό, εναποθέτοντάς το στους αντιπάλους τους. Πόσες φορές δεν διαβάσαμε, τις μέρες αυτές, ότι οι κρατικοδίαιτοι συνδικαλιστές, για παράδειγμα, μετανάστευσαν μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα οι χώροι προέλευσής τους να ξανακερδίσουν διαμιάς την παρθενία τους. Το δεύτερο είναι ότι μας κάλεσαν να εντείνουμε εκείνες τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που οδηγούν στον βαθμιαίο κοινωνικό εκπεσμό αυτών των «ενδιάμεσων» ομάδων. Ονόμασαν μάλιστα τις νεοφιλελεύθερες αυτές πολιτικές με τον αρκούντως ουδέτερο όρο «μεταρρυθμίσεις», για να αποκρύψουν το ουσιαστικό περιεχόμενο τους.
Η όποια ρώμη του επιχειρήματός τους αντλείται, εκτός από το γεγονός ότι τελικά είναι πιο εύκολο να καταγγέλλεις αυτό που έχεις μπροστά στα μάτια σου και όχι αυτό που είναι δυσδιάκριτο, από μια επιπλέον απόκρυψη: αποτιμούν την ταξική ανάλυση σαν μια παρωχημένη ανάλυση και όσους επιδίδονται σε αυτήν σαν εγκλωβισμένους στα πλέον πεπαλαιωμένα στοιχεία του μαρξισμού, ενώ ισχυρίζονται ότι οι ίδιοι, χωρίς ιδεολογικά προαπαιτούμενα, αρκούνται να διαβάσουν τα όσα πράγματι συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία. Ξέχασαν όμως, μέσα στον οίστρο τους, να μας πουν ότι τα όσα γράφουν και λένε διόλου πρωτότυπα δεν είναι και ότι δεν είδαν για πρώτη φορά το φως κάτω από τον ελληνικό ήλιο. Οι θεωρητικοί της εμπειρικής δημοκρατίας ή «πλουραλιστές» είναι οι πρώτοι που διέχυσαν την εξουσία, και άρα τις ευθύνες για όσα συμβαίνουν εξαιτίας της, σε πάμπολλες «ενδιάμεσες» κοινωνικές ομάδες, σαν τους πρυτάνεις ή τους συνδικαλιστές, καλή ώρα. Τα όσα μας προσάπτουν για τη χρήση «ληγμένων» ισχύουν, μάλλον, για τους ίδιους, εφόσον οι θεωρητικές επεξεργασίες των «πλουραλιστών» απόκτησαν δεσπόζουσα θέση στην Αμερική στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ενώ σήμερα έχει περιοριστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό η επιρροή τους, ακόμα και στη γενέθλια χώρα τους. Με αυτά τα εν πολλοίς παρωχημένα ιδεολογικά προϊόντα των «πλουραλιστών» προσπαθούν να τραφούν οι πολέμιοι του ΣΥΡΙΖΑ, απαιτώντας από εμάς να αγνοήσουμε τα όσα έγραφε ο Νίκος Πουλαντζάς: το ότι, δηλαδή, η θέση πως η εξουσία είναι διεσπαρμένη ανάμεσα σε διάφορες ομάδες επιδιώκει να μας κάνει να «ξεχάσουμε την πραγματικότητα της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης». Η αντεπίθεση, λοιπόν, για την οποία μίλησα στην αρχή, πρέπει να έχει ένα σημείο εκκίνησης την ταξική ανάλυση της κοινωνίας μας και την τεράστια ευθύνη της κυρίαρχης τάξης για τον ξεπεσμό μας.
Ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου