Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Funny Games

Γιώτα Τζιαμουράνη

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την πρώτη προβολή της ταινίας Funny Games του Χάνεκε και έκτοτε, συχνά αναρωτιόμουνα τι ακριβώς σκεφτόταν ο σκηνοθέτης όταν αποφάσισε να διαχωρίσει εξαρχής θύματα και θύτες, με τους δεύτερους να ασκούν αναιτιολόγητη και σαδιστική βία στους πρώτους. Καμία προφανής αιτία για αυτή την εγκληματική συμπεριφορά, καθώς ήταν σαφές ότι δεν υπήρχε προϋπάρχουσα διένεξη ή αντιπάθεια, ούτε καν γνωριμία μεταξύ των θυμάτων και των βασανιστών. Μοναδικό τους κοινό σημείο, η γειτνίαση των μεσοαστικών εξοχικών σπιτιών τους, κάπου στην ειδυλλιακή - κατά τα άλλα - αυστριακή ύπαιθρο. Ο Χάνεκε δεν ασχολήθηκε καθόλου με τους λόγους τόσης βίας, παρά μόνο με την εκδήλωση αυτής. Ο ίδιος είπε ότι αυτό ακριβώς ήθελε να αναδείξει. Κάποιοι ερμήνευσαν την ταινία ως ένα βίωμα της γενιάς του σκηνοθέτη, με τον παγκόσμιο πόλεμο να αποτελεί το αποκορύφωμα μιας βίας που προϋπήρχε στον μικρόκοσμο των ατόμων. Άλλοι, την θεώρησαν ως ένα σχόλιο στην αναίτια εξάπλωση της βίας και στην ενίοτε παθητική στάση που την συνοδεύει. Η τελευταία τοποθέτηση καθιστά αυτή την ταινία προφητική για αυτό που συμβαίνει σε αυτήν την χώρα τούτα τα χρόνια.

Και ασφαλώς, υπάρχει η βία που αντιλαμβανόμαστε να συμβαίνει: αυτή μεταξύ κρατών που εκδηλώνεται με εμπόλεμες συρράξεις, αυτή μεταξύ ομοεθνών που εκδηλώνεται με εμφύλιες συγκρούσεις, αυτή μεταξύ δανειζομένων και δανειστριών χωρών που εκδηλώνεται με ασφυκτικό οικονομικό έλεγχο, εξοντωτικά προγράμματα λιτότητας, υποθήκευσης των μελλοντικών γενεών ή αυτή που ασκούν ακροδεξιές οργανώσεις και πολιτικά κόμματα σε φυλετικές ομάδες.

Φαίνεται, όμως, να υπάρχει και μια άλλη βία, υπόγεια, ακόμα πιο προσωπική και πλέον απανταχού παρούσα που δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για την αντιμετώπιση και κάποτε εξάλειψη όλων των παραπάνω. Πρόκειται για την λεκτική και εξουσιαστική βία στα πλαίσια της μισθωτής εργασίας, στα περιβάλλοντα εκείνα με τα πολιτισμένα και άρτια διακοσμημένα γραφεία ή τους σύγχρονους χώρους παραγωγής. Μια βία που συχνά αγγίζει τα όρια του σαδισμού. Τώρα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η εκμετάλλευση και η κακομεταχείριση αναδεικνύει όχι μόνο την ταξική διάσταση των συνθηκών εργασίας αλλά κυρίως αποκαλύπτει τα περιθώρια εκείνα που επιτρέπουν σε έναν άνθρωπο που απλά προσφέρει ή εποπτεύει μια εργασία, να μεταπηδήσει απροκάλυπτα και επίσημα στην όχθη της βαρβαρότητας και της βίας. 

Η Κ. έψαχνε μήνες για δουλειά και ανταποκρινόμενη σε αγγελία, βρέθηκε για συνέντευξη σε ένα κατάστημα υπόδησης όπου και κατέληξε να δουλέψει οκτώ ώρες απλήρωτη για να αποφασίσει ο ιδιοκτήτης αν του κάνει για την δουλειά. Φυσικά, ποτέ δεν την καλέσανε πάλι, καθώς η πάγια τακτική ήταν η ημερήσια απλήρωτη «πρόσληψη». Η Ε. είναι ανύπαντρη μητέρα και ανέχεται όλη την αγένεια και την υστερία της προϊσταμένης της στο γραφείο, η οποία κρίνει ότι λόγω συνθηκών έχει τα απόλυτα κυριαρχικά δικαιώματα πάνω της. Η Μ. βρήκε δουλειά μετά από ένα χρόνο και αφού προειδοποιήθηκε με έντονο ύφος ότι «κάποιες φορές, θα σε επιπλήττουμε άσχημα αλλά θα έχουμε πάντα δίκιο και ότι πρέπει να έχεις γερό στομάχι για να αντέξεις», την έχουν προσλάβει για δέκα ώρες δουλειά την ημέρα. Είναι γνωστό ότι το κυνήγι του κέρδους αλλοτριώνει το άτομο αλλά τι γίνεται όταν αυτό πλαισιώνεται από ένα σωρό ανάρμοστες, επιθετικές και ακραίες συμπεριφορές; Και τι συμβαίνει όταν ο κατακερματισμός της εργασίας είναι προς το παρόν τέτοιος, ώστε να μην επιτρέπεται μια σοβαρή και συγκροτημένη απάντηση σε αυτές τις λογικές;

Άνθρωποι εναντίον ανθρώπων, λοιπόν…

Πηγή "enfo.gr"