Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Η επικράτηση των πολυεθνικών


Της Ρεβέκκας Πιτσίκα
Στο προσκήνιο επανέρχονται οι πολυεθνικές εταιρείες τρία χρόνια, σχεδόν, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Οι βιομηχανικοί κολοσσοί που είχαν παραγκωνιστεί, τις τελευταίες δεκαετίες, από τις μικρές ευέλικτες επιχειρήσεις τεχνολογίας φαίνεται ότι όχι μόνο επιβίωσαν στα δύσκολα, αλλά κάνουν ένα δυναμικό comeback έχοντας την εύνοια των κυβερνήσεων.

Η επανάσταση της τεχνολογίας που σηματοδοτήθηκε από την ανακάλυψη του προσωπικού υπολογιστή τη δεκαετία του ΄70 και του internet τη δεκαετία του ΄90 δημιούργησε ολόκληρο στρατό από μικρά επιχειρηματικά σχήματα, που τράβηξαν τα φώτα της δημοσιότητας πάνω τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τα κομπιούτερ της Microsoft και της Dell που ανακαλύφθηκαν από εφήβους και η Google που δημιουργήθηκε από φοιτητές.

Η αντίστροφη μέτρηση για τις πολυεθνικές είχε ξεκινήσει, με αποτέλεσμα τα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1974 έως το 1998, το ποσοστό συμμετοχής των μεγάλων βιομηχανιών στο παραγόμενο ακαθάριστο προϊόν να πέσει στο μισό (από 36% σε 17%).

Η τελευταία κρίση άλλαξε τα δεδομένα! Οι κολοσσοί και οι μεγάλες βιομηχανίες βγήκαν πάλι στην πρώτη γραμμή, ενώ οι μικρότερες επιχειρήσεις άρχισαν να καταρρέουν. Σύμμαχος των πολυεθνικών οι κυβερνήσεις, που τους πρόσφεραν οικονομική βοήθεια, η οποία αποδείχτηκε σωσίβιο σωτηρίας για κολοσσούς όπως η General Motors και η Citigroup, ενισχύοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αυτοπεποίθηση τους.

Η τελευταία κρίση επιβεβαίωσε αυτό που τελικά όλοι γνωρίζουμε: «O ισχυρός πάντα επιβιώνει». Ενδεχομένως με δυσκολίες και περικοπές δαπανών και προσωπικού, αλλά πάντως τα καταφέρνει. Οι κρατικές επιχορηγήσεις, το δυνατό brand name και οι ισχυρές συνεργασίες -πολλές φορές και σε παγκόσμιο επίπεδο- αποδεικνύονται πολύτιμο στήριγμα στις δύσκολες στιγμές. Παρόλο που γενικά υπάρχει η αίσθηση ότι «τα μεγάλα καράβια δύσκολα γυρνούν», στην πραγματικότητα είναι πιο εύκολο στις μεγάλες επιχειρήσεις να ανταποκριθούν και να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες του ευρύτερου οικονομικού περιβάλλοντος από μια μικρότερη επιχείρηση.

Μια μικρή επιχείρηση δεν έχει ούτε πολλά κόστη, ούτε πολύ προσωπικό να περικόψει: κάθε εργαζόμενος είναι πολύτιμος και αν η μικρή επιχείρηση πρέπει να αποχωριστεί κάποιον, αυτό έχει πολύ μεγαλύτερη επίδραση στον οργανισμό από ό,τι θα είχε σε μια μεγαλύτερη εταιρία -το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τα έξοδα, ενώ παράλληλα μια τέτοια επιχείρηση έχει πολύ πιο ισχυρά διαπραγματευτικά όπλα σε επίπεδο χρεώσεων.

Ιδιαίτερα στην παρούσα φάση, τα πλεονεκτήματα για τις πολυεθνικές σε σχέση με μικρότερα επιχειρηματικά σχήματα φαίνεται να είναι πολλά. Οι πολυεθνικές έχουν πρόσβαση σε χρηματιστηριακές αγορές και ένα σημαντικό μέρος της χρηματοδότησής τους προέρχεται από μετοχικά κεφάλαια που, σε αντίθεση με τις μικρότερες επιχειρήσεις, είναι λιγότερο εκτεθειμένες στους κινδύνους που προκαλούνται από το δανεισμό. Αλλά και λόγω του μεγέθους τους, είναι σε θέση να δανείζονται ευκολότερα και με χαμηλότερο επιτόκιο. Από την άλλη, οι μεγάλες επιχειρήσεις προσφέρουν μια ευρύτερη γκάμα προϊόντων και υπηρεσιών σε μεγάλες αγορές, πράγμα που τις προστατεύει από το επιχειρηματικό ρίσκο.

Παρ΄ όλα αυτά όμως η επικράτηση των πολυεθνικών -όσο η ύφεση της οικονομίας διαρκεί- προϋποθέτει και μια σειρά από άλλα μέτρα, όπως ο αποτελεσματικότερος έλεγχος των δαπανών της εταιρείας: η ανάλυση ενδεχόμενων «κρυφών» κοστών, που συμβάλλουν στην διαρροή χρημάτων, χωρίς αποτέλεσμα. Τέτοια κόστη μπορεί να είναι από χαμένες εργατοώρες, μη παραγωγικές, μέχρι δαπάνες γραφικής ύλης, παροχές που δεν είναι τελικά χρήσιμες στους εργαζόμενους κλπ. Με την κατάλληλη χρήση της τεχνολογίας, την ανακύκλωση αλλά και την ανακατανομή ρόλων μέσα στην εταιρεία ή / και την χρήση εξωτερικών συνεργατών, που μπορεί να παρέχουν ευέλικτες υπηρεσίες ανά ανάγκη/έργο και όχι σε μόνιμη βάση, μπορεί τέτοιου είδους «απώλειες» να περιοριστούν σημαντικά.

Και βέβαια, ένας ακόμη τρόπος που εξασφαλίζει την βιωσιμότητα μιας εταιρείας -ανεξάρτητα από το μέγεθος της- είναι η αύξηση των πωλήσεων, η οποία προϋποθέτει, αναδιάρθρωση του πελατολογίου και των προϊόντων/υπηρεσιών που παρέχει, αλλαγή του τρόπου προσέγγισης των πελατών και ίσως και της εμπορικής πολιτικής, αποτελεσματικότερη παρουσίαση των προϊόντων/υπηρεσιών  της επιχείρησης και ενίσχυση της πωλησιακής κουλτούρας κάθε εργαζόμενου, έτσι ώστε ο καθένας να γνωρίζει τι κοστίζει στην εταιρεία του για να μπορεί να υπολογίζει τι πρέπει να παράγει.
 Η κα Πιτσίκα είναι γενική διευθύντρια της Εταιρίας Επιλογής Στελεχών People for Business 
www.capital.gr


Πηγή eleftheriskepsii.blogspot.com