Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Το να γίνεις σκλάβος έχει κόστος… και τιμή…

Βασίλης Δημητριάδης
Άθλιες παρουσίες, μαύρες, βρωμερές, κουστούμια και γραβάτες ντυμένες, γυρνούν, μας κοιτούν και βγάζουν τ’ άθλια δόντια τους.
Μπροστά τους κουφάρια, ζωντανά, μισοπεθαμένα, να περιμένουν το σκίσιμο της σάρκας που θα τα τελειώσει. Παρακαλούν τα τελειώσει, δεν θέλουν πια να γλυτώσουν όπως στην αρχή. Θέλουν να ξεμπερδεύουν. Να μην δουν ξανά στο διάβα τους τα τομάρια αυτά που τα εξαπάτησαν όπως κάνουν οι παιδόφιλοι που παρουσιάζονται σαν καλοσυνάτοι που θα λύσουν τα προβλήματα και θα δώσουν στο παιδί ότι θέλει, παιχνίδι, λεφτά, γλυκά, δουλειά…
Έτσι μας εξαπάτησαν, έτσι αποπλάνησαν έναν ολόκληρο λαό και τώρα αυτοί που ήταν «εχθροί» μεταξύ τους βιάζουν το ανήμπορο να αντισταθεί κορμί μας και του κόβουν κομμάτια, το ένα μετά το άλλο, μέχρι να τελειώσουμε αλλά δεν θέλουν να τελειώσουμε γι’ αυτό κατά διαστήματα μας αφήνουν να κάνουμε καινούργιο αίμα, νέα σάρκα και μετά γυρνούν να ξαναφάνε, να ξαναπιούν κι εμείς παρακαλάμε να σταματήσουν ή να σταματήσει η ζωή μας.
Κοιτάμε δεξιά κι αριστερά να βρούμε σωτηρία, ψάχνουμε με την άκρη του ματιού μας να βρούμε τους ήρωες μας, τους πνευματικούς και πολιτικούς γονείς μας αλλά τους βλέπουμε να περιμένουν στη γωνία και να μας κοιτούν σαρκαστικά, περιμένοντας κι αυτοί τη σειρά τους να βιάσουν, να ξεσκίσουν, να κομματιάσουν, γιατί όλα ήταν συμφωνημένα…
Κανείς δεν ήταν μαζί μας από την αρχή, κανείς δεν ήθελε να γλυτώσουμε. Όλοι μαζί μας παγίδευσαν, άλλοι κάνοντας μας τον καλό και άλλοι τον κακό. Ζητούμε σωτηρία από τις γυναίκες που είναι και μάνες αλλά αυτές έχουν άλλα παιδιά να φροντίσουν, τα δικά τους… Εμάς μας ήθελαν μόνο για να πάρουν τη σάρκα μας για τα δικά τους, τα φυσικά και όχι τα πνευματικά.
Ζητούν κι άλλη σάρκα κι ας μην μπορούν να την χωνέψουν. Την θάβουν στις τράπεζες σαν τα σκυλιά τα κόκκαλα. Γεμίζουν το στομάχι τους και ξερνούν για να ξαναφάνε. Αρχαία ρωμαϊκά όργια χωρίς τελειωμό…
Οι ξένοι κοιτούν, ζητωκραυγάζουν, όπως στο Κολοσσαίο, βλέπουν τη μάχη να μην έχει τέλος, τα λιοντάρια στον αυχένα μας αλλά δεν αντιδρούν. Αυτοί έστειλαν τα λιοντάρια. Αυτοί μας έκαναν θήραμα.
Σωτηρία πουθενά, ψάχνει ο κόσμος να σωθεί αλλά το καράβι δεν βούλιαξε όπως τους φόβιζε ο καπετάνιος, το έκανε αυτό για να αλλάξει πορεία και να μας πουλήσει, άλλους σε σκλαβοπάζαρα και άλλους σε κανίβαλους ή προστάτες βιαστές...
Οι εγγυητές που μας έταζαν ότι θα μας προστατεύσουν έφυγαν, έγιναν φίλοι με τους εχθρούς τους και γλεντούν παρέα. Είναι αναγκαίο μας λένε να είμαστε βρώσιμοι, βροτοί, για να ζήσουν αυτοί και η χώρα. Και όλοι μαζί γλεντούν 200 χρόνια στα τομάρια μας…
Φτάσαμε, μια κοινωνία ολόκληρη, να γυρνούμε ψυχικά αιμόφυρτοι μέσα στα σοκάκια μιας κατεδαφισμένης γειτονιάς, ενός βομβαρδισμένου οικισμού, εξ αιτίας αυτών που μας είπαν πως θα μας πάρουν τις παράγκες να τις κάνουν βίλες και αντ’ αυτού τις γκρέμισαν για να πουλήσουν τα οικόπεδα στους Βησιγότθους βάρβαρους.
Έτσι, ως απόκληροι της κοινωνίας, περιπλανιόμαστε για άλλη μια φορά, εξαπατημένοι, καταληστευμένοι και γυμνοί, στους δρόμους, που έχουν απογυμνωθεί και οι ίδιοι από την απληστία των αφεντικών μας, που εκποίησαν ακόμα και τα συντρίμμια μας…
Μούσκεμα στο αίμα μας, με κουστούμι τα κουρελιασμένα κορμιά μας, μέχρι να έρθει η σειρά μας να ξαναγίνουμε κομμάτια…
Και μετά, μια βουτιά, να ξεπλυθεί το ξεραμένο αίμα, στον οχετό, να παλεύουμε με τα κύματα των βόθρων, προσπαθώντας να πιαστούμε από τις χρωματιστές μεταξωτές γραβάτες που θέλουν να μας σώσουν για ν’ αρχίσει και πάλι ο κύκλος…
Πωλούνται σιδερένιες μπάλες για τα πόδια μας αλλά και αυτές θα πρέπει να δουλέψουμε σαν σκυλιά για να τις αγοράσουμε…
Το να γίνεις σκλάβος έχει κόστος… και τιμή…