Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Η ανελεήμονη Κραυγή


Κάθε άνθρωπος είναι θεάνθρωπος, σάρκα και πνεύμα· να γιατί το μυστήριο του Χριστού δεν είναι μονάχα μυστήριο μιας ορισμένης θρησκείας, είναι πανανθρώπινο· σε κάθε άνθρωπο ξεσπάει η πάλη Θεού κι ανθρώπου και συνάμα η λαχτάρα της φίλιωσης. Της περισσότερες φορές η πάλη αυτή είναι ασυνείδητη, βαστάει λίγο, δεν αντέχει μια αδύνατη ψυχή ν’ αντιστέκεται καιρό πολύ στη σάρκα· βαραίνει, γίνεται κι αυτή σάρκα, κι ο αγώνας παίρνει τέλος. Μα στους υπεύθυνους ανθρώπους που έχουν μερόνυχτα καρφωμένα τα μάτια τους στο ανώτατο Χρέος, η πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνεύμα ξεσπάει χωρίς έλεος και μπορεί να βαστάξει ως το θάνατο.

Όσο πιο δυνατή η ψυχή κι η σάρκα, τόσο κι η πάλη πιο γόνιμη κι η τελική αρμονία πιο πλούσια. Δεν αγαπάει ο Θεός τις αδύναμες ψυχές και τις αδύναμες σάρκες· το πνεύμα θέλει να παλέψει με δυνατή, γεμάτη αντίσταση σάρκα· είναι πουλί σαρκοβόρο, που ακατάπαυστα πεινάει, τρώει σάρκα και την εξαφανίζει αφομοιώνοντας την.

Πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνεύμα, ανταρσία κι αντίσταση, φίλιωση και υποταγή, και τέλος, ανώτατος σκοπός της πάλης, η ένωση με το Θεό, να ο ανήφορος που πήρε ο Χριστός και μας καλεί να πάρουμε κι εμείς, ακολουθώντας τα αιματωμένα του αχνάρια.

Πώς να κινήσουμε κι εμείς για την ανώτατη αυτή κορφή, όπου, πρωτότοκος Υιός της σωτηρίας, έφτασε ο Χριστός; Να το ανώτατο χρέος του αγωνιζόμενου ανθρώπου.


Ανάγκη λοιπόν, για να μπορούμε να τον ακολουθήσουμε, βαθιά να ξέρουμε τον αγώνα του, να ζήσουμε την αγωνία του, πως νίκησε τις ανθισμένες παγίδες της γης, πως θυσίασε τις μεγάλες και τις μικρές χαρές του ανθρώπου κι ανέβηκε, από θυσία σε θυσία, από άθλο σε άθλο, στην κορυφή της άθλησης, στο Σταυρό.



Γιατί ο Χριστός, για ν’ ανέβει στην κορυφή της θυσία, στο Σταυρό, στην κορυφή της εξαύλωσης, στο Θεό, πέρασε όλα τα στάδια του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Όλα – και γι’ αυτό κι πόνος του μας είναι τόσο γνώριμος και τον πονούμε, κι η τελική νίκη του μας φαίνεται τόσο και δικιά μας μελλούμενη νίκη. Ό,τι είχε βαθιά ανθρώπινο ο Χριστός μας βοηθάει να τον καταλάβουμε και να τον αγαπήσουμε και να παρακολουθούμε τα Πάθη του, σαν να’ταν δικά μας πάθη. Αν δεν είχε μέσα του το ζεστό ανθρώπινο στοιχείο, δε θα μπορούσε ποτέ με τόση σιγουράδα και τρυφερότητα ν’ αγγίξει την καρδιά μας. Αγωνιζόμαστε κι εμείς, τον βλέπουμε κι αυτόν να αγωνίζεται και παίρνουμε κουράγιο· βλέπουμε, δεν είμαστε ολομόναχοι στον κόσμο, αγωνίζεται κι αυτός μαζί μας.

Η κάθε στιγμή του Χριστού είναι αγώνας και νίκη. Νίκησε την ακαταμάχητη γοητεία της απλής ανθρώπινης χαράς, νίκησε όλους τους πειρασμούς, μετουσίωνε ολοένα τη σάρκα σε πνεύμα κι ανηφόριζε. Κάθε εμπόδιο στην πορεία του γίνονταν αφορμή κι ορόσημο νίκης· έχουμε πια ένα πρότυπο μπροστά μας που μας ανοίγει τον δρόμο και μας δίνει κουράγιο.


Φυσάει ουρανού και γης και μέσα στην καρδιά μας και στην καρδιά του κάθε ζωντανού μια γιγάντια πνοή, που τη λέμε Θεό. Μια Κραυγή μεγάλη. Το φυτό ήθελε ασάλευτο να κοιμάται δίπλα στα λιμνασμένα νερά· μα η Κραυγή τινάζονταν μέσα του, του ταρακουνούσε τις ρίζες: «Φεύγα, αμόλα τη γης, περπάτα!» Αν το δέντρο μπορούσε να στοχαστεί και να κρίνει, θα φώναζε: «Δε θέλω, που με σπρώχνεις; Ζητάς τ’ αδύνατα!» Μα η Κραυγή ταρακουνούσε τις ρίζες, ανήλεη, φώναζε: «Φεύγα, αμόλα τη γης, περπάτα!»

Φώναζε χιλιάδες αιώνες· και να, πεθυμώντας, αγωνιώντας, η ζωή ξέφυγε από το ασάλευτο δέντρο, λυτρώθηκε.

Πρόβαλε το ζώο, βολεύτηκε μέσα στα νερά, μέσα στη λάσπη, σκούληκας. «Καλά είμαι εδώ, ησυχία, ασφάλεια, δεν το κουνώ!»

Μα η φοβερή Κραυγή καρφώθηκε ανήλεη απάνω στα νεφρά του: «Φεύγα από τη λάσπη, σηκώσου ορθός, γέννησε ανώτερό σου! – Δε θέλω, δεν μπορώ! Εσύ δεν μπορείς, μα εγώ μπορώ· σήκω απάνω!»

Χιλιάδες αιώνες, και να, ξεπρόβαλε, τρεμάμενος απάνω στ’ άπηχτα ακόμα πόδια του, ο άνθρωπος.




Ένας Κένταυρος ο κόσμος· τ’ αλογίσια πόδια είναι καρφωμένα στη γης, μα το σώμα του, από το στήθος ως το κεφάλι, το τυραννάει και το δουλεύει η ανελεήμονη Κραυγή· μάχεται, χιλιάδες πάλι αιώνες, να βγει από το θηκάρι του ζώου, σαν σπαθί. Μάχεται, αυτός είναι ο καινούργιος του αγώνας, να βγει κι απ’ το θηκάρι του ανθρώπου.

«Που να πάω; φωνάζει απελπισμένος ο άνθρωπος· έφτασα στην κορφή· παραπέρα το χάος.

– Παραπέρα είμαι εγώ· σηκώσου απάνω !»

Κάθε πράγμα είναι Κένταυρος· αν δεν ήταν, ο κόσμος θα σάπιζε ακίνητος και στείρος.

Νίκος Καζαντζάκης
Αναφορά στον Γκρέκο