Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Όταν φοβάμαι


Φωβισμός. Με ωμέγα. Καλλιτεχνικό ρεύμα της μοντέρνας τέχνης στην ζωγραφική. Με ωμέγα, γιατί βγαίνει από το γαλλικό fauve, που σημαίνει άγριο θηρίο. Η μορφή χάνεται ανάμεσα στα χρώματα. Πολλά χρώματα, σαν έκρηξη πάθους, σαν μια πινιάτα αισθήσεων και συγκινήσεων. Ό,τι σου προκαλεί κι ο φόβος. Με όμικρον. Κι όμως σκέφτομαι πως το ωμέγα του πάει πολύ. Στην ουσία πρόκειται για ένα όμικρον που έχει σχιστεί στην μέση. Το άγριο θηρίο του φόβου που γδέρνει την καρδιά σου με τα νύχια του. Ξέρω πως ακούγομαι στα πρόθυρα της παράκρουσης, αλλά κάποιος πρέπει να κάνει αυτή την βρώμικη δουλειά. Και πιστέψτε με, σε λίγο καιρό θα θεωρούμαι σπεσιαλίστας του είδους.
Η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζω εάν πρόκειται πράγματι για φόβο. Μικρή σημασία έχει. Δεν θέλω να μάθω πώς λέγεται, θέλω να σταματήσω να το νιώθω. Αλλά το άτιμο έρχεται και με βρίσκει νύχτα παρά νύχτα. Λες και με μυρίζεται από μακριά. Έτσι δεν κάνουν τα ζώα; Βλακείες. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δαχτυλό μας. Αν και ομολογώ πως αρκετά βράδια το έχω προσπαθήσει, το έχω επιθυμήσει με την ίδια λαχτάρα που μπορεί να ποθήσει κάποιος την ξένη σάρκα πάνω του. Τι να σου κάνει κι ένα δάχτυλο όμως; Όχι πως η εμβρυακή μου στάση βοηθάει περισσότερο. Το μέτωπό μου ακουμπά στην πλάτη του καναπέ, η μύτη πιέζεται και τα γόνατα βρίσκουν στον θώρακά μου. Η σπονδυλική μου στήλη σχηματίζει ένα τέλειο τόξο, μια ροτόντα που μέσα της συνωστίζονται ανθρώπινα όργανα, το ένα πάνω στο άλλο. Το στομάχι κλωτσάει, ένα κύμα αναγούλας ανεβαίνει προς τα πάνω. Περνάει πρώτα από τα πνευμόνια που τα βαραίνει λες και έχω καπνίσει δέκα πακέτα τσιγάρα, φτάνει στον οισοφάγο και εκπνέεται μυρίζοντας θειάφι που καίγεται.
Ακούω θορύβους. Κάποιος κινείται στον χώρο, τον νιώθω να με ακουμπάει. “Έλα ξεκόλλα το μυαλό σου. Δεν έχει μπει κανείς στο σπίτι”. Μαλώνω με τον εαυτό μου και μονίμως βγαίνω εγώ ο νικητής. Έχω απόλυτο δίκιο. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούν να μου κλέψουν. Ούτε καν την τιμή μου. Μονάχα μια τηλεόραση και δύο υπολογιστές. Κι όμως, αυτό το ανεπαίσθητο αεράκι στον λαιμό μου, μόνο σε ανάσα παραπέμπει. Προσπαθώ να πείσω το σώμα να εκτελέσει την εντολή του εγκεφάλου. “Γύρνα, σου λέω”. Το μόνο που καταφέρνω είναι να ανοίξω τα μάτια. Παραίσθηση, όνειρο ή πραγματικότητα; Δεν προλαβαίνω να το διαπραγματευτώ στο κεφάλι μου. Ο συναγερμός από την απέναντι πολυκατοικία με κάνει να αναπηδήσω στον καναπέ. Βγαίνω να δω τι συμβαίνει. Τελικά τίποτα. Ίσως ήταν καμιά γάτα. Στέκομαι και κοιτώ σαν μαγεμένη τον συναγερμό που αναβοσβήνει ξέφρενα. Από τότε που διέρρηξαν το ψιλικατζίδικο του κύριου Βασίλη κάτω από το σπίτι μου, είμαι ένας φόβος ξενυχτισμένος στο μπαλκόνι μου.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστ