Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Το στριφτό*

Την περίμενε να τελειώσει τη συζήτηση. Καπνίζοντας, στο σκαμπό, πίσω  από την κολόνα, σχεδόν αόρατος. Τώρα που η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολη παρακολουθεί από απόσταση τη στιγμή που κατέληξαν να είναι αυτοί η διεθνής είδηση, οι δυο τους, η ζωή τους, η δική τους οικογένεια.
Η Γιάννα μιλούσε ασταμάτητα για όσα της συνέβησαν τα τελευταία χρόνια. Την καταλάβαινε. Παθιασμένη, ανυπόμονη, αεικίνητη, χειρονομούσε με αγωνία γιατί έπρεπε να προλάβει να τα πει όλα: Πώς μετά από 17 χρόνια δουλειάς στο εργοστάσιο, καθημερινής δουλειάς, πάνω από 12 ώρες τη μέρα, με 700, άντε 800 ευρώ μισθό, αυτό έκλεισε ξαφνικά για να μεταφερθεί έξω από τα σύνορα, εκεί που η δουλειά πληρώνεται ψίχουλα. Πώς πήραν στο μεταξύ ένα σωρό υποσχέσεις από τους πολιτευτές της περιοχής και τους πίστευαν μέχρι την τελευταία στιγμή. Πως χρειαζόταν την ελπίδα. Πώς μετάνιωσε που ψήφισε τον δήμαρχο που της έλεγε πως θα δουλέψει στον δήμο, πολύ το μετάνιωσε, τώρα όμως ξέρει. Πώς η αποζημίωσή της ήταν ψίχουλα γιατί η εταιρία λίγο πριν κλείσει την απέλυσε και την επαναπροσέλαβε με νέο συμβόλαιο ώστε να μην φτάσει ποτέ να συμπληρώσει τον απαραίτητο χρόνο για να διεκδικεί την πραγματική της αποζημίωση. Πώς κινητοποιήθηκαν μαζί με τους συναδέλφους σε άλλες βιοτεχνίες που κλείναν στην περιοχή. Πώς δεν είχαν ιδέα από σωματεία και ξαφνικά τα χρειάστηκαν, αλλά η ανασφάλεια ήταν πιο δυνατή. Πώς οι άλλες βιοτεχνίες δεν έδωσαν τίποτα στους εργάτες τους, μόνο απολύσεις. Πώς μέχρι τότε ζούσε ήσυχα κι αναρωτιέται, πώς την κοίμισαν έτσι; Και πώς παραμένει άνεργη για 2 χρόνια τώρα.
Που και που, που θα πει σπάνια, τους λέει ενώ γυρνά το κεφάλι για να βεβαιωθεί πως αυτός δεν δυσανασχετεί, βρίσκει δουλειά για δυο – τρεις μήνες. Δεν την νοιάζει τι δουλειά θα είναι. Την τελευταία φορά δούλεψε σε καφέ – μπαρ – εστιατόριο. Δώδεκα ώρες και παραπάνω, καθημερινά, όλες τις δουλειές του μαγαζιού έβγαζε πέρα, σερβίρισμα, λάντζα, ψήσιμο… Είπε στην ξένη ανταποκρίτρια πως δεν την ένοιαζε πόσο θα δούλευε, μόνο να έχει πάλι δουλειά. Έτσι κι αλλιώς δεν έβγαζε ποτέ πολλά λεφτά, διακοπές για να καταλάβεις έκαναν μόνο στη θάλασσα έξω από το σπίτι τους, γιατί σε αυτό στάθηκαν τυχεροί. Αλλά στα τόσα χρόνια παντρεμένη, ακόμα θυμάται τις τέσσερις φορές που πήραν τα εισιτήρια του κοινωνικού τουρισμού και πήγαν σε νησί, όμως δάνειο αυτοί δεν πήραν ποτέ. Τουλάχιστον τότε έμπαιναν δύο μισθοί στο σπίτι. Κι ευτυχώς να λες που έχουν από τον πατέρα της το πατρικό και δεν πληρώνουν ενοίκιο. Αλλά τώρα ο μεγάλος της είναι στο λύκειο, είναι καλός μαθητής, έμαθε μόνος του να παίζει κιθάρα, μιλάει και καλά αγγλικά, διαβάζει και έχει καλούς βαθμούς, έχει φουντωτά κατσαρά μαλλιά και μοιάζει στον πατέρα του… θέλει να πάει στο πανεπιστήμιο. Όμως με 800 ευρώ το μήνα που τώρα βγάζει ο Νίκος ίσα που ζει η πενταμελής οικογένεια. Πώς να σπουδάσει το παιδί; Πώς να ανοίξει κι άλλο σπίτι σε άλλη πόλη; Πώς θα αντέξει να του κόψει τα φτερά; Κι όταν έρθει η ώρα που αυτή η απογοήτευση του μεγάλου της γιου θα γίνει οργή, πώς θα τον ησυχάσει;
Όσο διηγείται, ο Νίκος την περιμένει. Ήταν αργά και το Σαββατόβραδο  έπρεπε να είναι δικό τους, να είναι κάπου με τα παιδιά να φλυαρούν τρώγοντας παγωτό ή οι δυο τους, μαζί. Τώρα, καθισμένος στο σκαμπό, στη μπάρα του αυτοδιαχειριζόμενου στεκιού όπου η Γιάννα είχε κανονίσει να δει τους δημοσιογράφους που την πήραν τηλέφωνο ξαφνικά, ψάχνοντας την “ανθρώπινη” πλευρά της ελληνικής κρίσης, έστριβε ένα τσιγάρο. Έφτασε σαράντα για να το ζήσει κι αυτό. Λιγομίλητος, με το βαθύ γαλάζιο βλέμμα του προσηλωμένο πάνω της. Αυτή διηγούνταν παθιασμένα την ιστορία, τις ανησυχίες, το βάσανό της, για τους κοντινούς της ανθρώπους που άνεργοι έκοψαν οι ίδιοι το ρεύμα στο σπίτι τους και χρησιμοποιούν τώρα το ψυγείο του πεθερού στον πάνω όροφο ή για τους άλλους δύο που χωρίσανε όταν ο ένας έμεινε άνεργος και τώρα αυτός ο ένας προσπαθεί κάνοντας δουλειές του ποδαριού να κρατήσει με νύχια και με δόντια το σπίτι του δίνοντας στην τράπεζα ό,τι μπορεί για το δάνειο. Κι αυτός, ο Νίκος της, στεκόταν ακόμα εκεί, μαζί της, σταθερός και ήρεμος. Κρατώντας τη δουλειά με νύχια και με δόντια, κάνοντας υποχωρήσεις γιατί η μικρή ήταν μόνο 7 κι αυτός έπρεπε να δουλεύει ό,τι κι αν γίνει, χαμογελώντας σχεδόν αδιόρατα, μιλώντας σιγανά. Και σκεφτόταν τον συνάδελφο που του έλεγε χθες “καλύτερα μείωση, παρά χωρίς δουλειά” και τα παιδιά του. Και μετά τη Γιάννα, που τον φώναξε και πήρε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα της. Γιατί μόνο αυτός θα μπορούσε να τελειώσει την πρόταση που εκείνη πριν λίγο άρχισε.
Την άλλη μέρα, έξω από την κλειστή βιοτεχνία, όπου η Γιάννα τους έδειχνε πού δούλεψε τη μισή της ζωή, ο Νίκος τη κοίταζε από μακριά ενώ της έστριβε ένα τσιγάρο. Ήξερε, μετά από αυτό θα της άρεσε να αλλάξει γεύση, ας είναι και καπνός. Επιστρέφοντας προς το μέρος του, του χαμογέλασε. Χαιρέτησε χαμηλόφωνα τη δημοσιογράφο, πήρε τη Γιάννα και μπήκανε μαζί στο αυτοκίνητο. Κυριακή μεσημέρι, τα παιδιά περιμένουν για το φαγητό.
*Η ιστορία είναι πραγματική. Κάθε ομοιότητα με την καθημερινότητά σου δεν είναι τυχαία.
Jaquou Utopie