Όλοι λένε πως η Αθήνα είναι μια όμορφη πόλη όταν αδειάζει το καλοκαίρι, ειδικά στο peak του Αυγούστου, (ίσως βέβαια το λένε καθώς απλώς τώρα βρίσκουν ευκολότερα parking),
Σαν ξυπνά, μιλάει με τον εαυτό της στον καθρέφτη, κι η πρώτη φράση που από τυπικότητα ψελλίζει είναι “ διακοπές ; ” με αγκαζέ ένα ταυτόχρονα ελπιδοφόρο και ανέλπιδο ερωτηματικό που φανερώνει την διαταραγμένα διχοτομημένη της ψυχοσύνθεση, καθώς και θέλει και δεν θέλει να ξεφύγει απ’ τον ίδιο της τον εαυτό, και τον ρωτάει λες και θα πάρει σαφή απάντηση.
Έτσι αντιφατικά συλλογιέται αυτή η πόλη τον Αύγουστο, στοιχειωμένη απ’ όσους φύγαν κι αναμένοντας τον ερχομό τους με ανυπομονησία παρόμοια με του ναρκομανούς για τη δόση του.
Όσοι έμειναν, σκορπούν την ομίχλη απ’ το ρουτινιάρικο καπνό τους στα ντουβάρια, αργοπίνοντας την τελετουργική φραπεδιά. Κοιτούν μία τα μπαλκόνια που στάζουν απ’ τα ξαναμμένα κλιματιστικά και μία τα πλάνα από κάποια εκπομπή ή σίριαλ στις καθιερωμένες τους επαναλήψεις.
Τα είδωλα των κεραιών των τηλεοράσεων και των κορφών των πολυκατοικιών διαγράφονται στις μικρές απατηλές λιμνούλες που σχηματίζει η άσφαλτος σαν η πίσσα της γυαλίζει καυτή απ’ τη θερμότητα, υποκείμενη στους ίδιους φυσικούς νόμους του φαινομένου της ψευδαίσθησης της μακρινής υγρής όασης μες στην έρημο. Ίδιας θερμοκρασίας και η ακλόνητη λίμπιντο των αθηναίων, που μουρμουριστά σιχτιρίζουν που δεν απολαμβάνουν το πολυπόθητο προνόμιο της θέας ημίγυμνων κορμιών σε κάποια κυκλαδίτικη παραλία κι αντιθέτως βρίσκονται σαν τσίχλες κολλημένοι στο ασφυκτικό καλοκαίρι μιας πόλης που δεν έχει ούτε ένα κενό για να φυσήξει λίγη δροσιά. Αρκούνται στα πολύχρωμα wallpaper της οθόνης τους, η οποία φυσικά δε σβήνει ούτε ένα λεπτό κι αναδίδει ψευδή οπτικά αρώματα των επιθυμιών των χρηστών τους, που διαολίζονται σαν ανάβει απ’ τη ζέστη ο υπολογιστής και βγάζει ήχους λες και καίει κάρβουνο.
Η φθίση όμως δεν έχει επέλθει ακόμη πλήρως στην τσιμεντένια βαβυλώνα, κι οι κρεμαστοί της κήποι είν’ ακόμη χλωροί. Μια παράξενη πνευματική νηνεμία επικρατεί αυτή την περίοδο, και μια αλλόκοτη γαλήνη κι ησυχία, σαν εκείνη της δραματικής παύσης σε slow motion πριν το ξαφνικό ξεκίνημα της ρίψης των πυρών στη μάχη. Αυτά ισχύουν τουλάχιστον κατά δω, στα δροσερότερα νότια, όπου τα συνήθως φασαριόζικα αυτοκίνητα σαν να’ χουν βάλει σιγαστήρα, και τα σπίτια σιωπούν, αν εξαιρέσεις κάνα καλοκαιριάτικο παρτάκι που τυχαίνει να’ χει στήσει κάποια νεανική κομπανία. Οι μουσαφίρηδες των πλατειών συζητούν χαλαρά με την μπυρίτσα στο χέρι, πολυπληθείς και αραγμένοι σε παγκάκια και πεζούλια δίπλα απ’ απότιστα ξεροθάμνια και αδέσποτες κατσαρίδες.
Εδώ όλοι πάνε για ύπνο με τα πρώτα σκουπιδιάρικα, κι ακόμη και τότε δεν έχουνε ακόμη νυστάξει. Εκείνη τη στιγμή, οι ψηλές λάμπες των δρόμων μελαγχολούν, κυρτωμένες πάνω απ’ τους περαστικούς. Φωτεινά μα άψυχα κι ακίνητα μάτια που τους παρατηρούν, σαν πολλά μικρά φεγγάρια που πέσανε σαν μετεωρίτες και, τελευταία στιγμή πριν αγγίξουν τη γη, κρεμάστηκαν από κάποιο σίδερο. Δίχως να μπορούν να ξανασηκωθούν, ξενιτεμένα απ’ τον ουρανό και καρφιτσωμένα σε μια ηλεκτρική καλωδίωση, καμπουριάζουν περιμένοντας να περάσει ο Αύγουστος που έτσι κι αλλιώς δεν τους δίνει και πολλές ώρες ζωής, λόγω του παρατεταμένου ηλιόφωτος της εποχής.
Κι αυτή η εποχή διόλου δεν πηγαίνει σ’ αυτή την πόλη – την κάνει να φαίνεται αδυνατισμένη, ήρεμη κι αγνή. Μα κάτω απ’ τις πατημένες γόπες και τα πεταμένα πλαστικά ποτηράκια, οι τοίχοι ακόμη μυρίζουν άγχος, ανασφάλεια, δακρυγόνο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου