Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Στα «ψιλά» η δίκη για τις γερμανικές αποζημιώσεις

Στις 14 Σεπτεμβρίου εκδικάζεται στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης μία κρίσιμη υπόθεση για το ζήτημα των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων. Επί της ουσίας, το θέμα δεν έχει προβληθεί ιδιαίτερα από τα ΜΜΕ και όπως φαίνεται δεν έχει απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό την ελληνική κυβέρνηση. Καθοριστικό ρόλο, προφανώς, διαδραματίζει ο κυρίαρχος ρόλος της Γερμανίας στο πεδίο της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Στο δικαστήριο της Χάγης, η Ελλάδα πρόκειται να εκθέσει ως τρίτο μέρος τα επιχειρήματά της επί της προσφυγής του γερμανικού Δημοσίου κατά της απόφασης του Εφετείου της Φλωρεντίας, σύμφωνα με την οποία η Γερμανία οφείλει να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων της σφαγής του Διστόμου, τον Ιούνιο του 1944.

Ο βουλευτής της ΔΗΜΑΡ Νίκος Τσούκαλης, ο οποίος μαζί με τους συναδέλφους του απηύθυνε σχετική ερώτηση προς την κυβέρνηση, χαρακτηρίζει τη δίκη «απολύτως κρίσιμη». Εξηγεί πως «η οποιαδήποτε απόφαση θα αποτελέσει πρόκριμα, νομολογία, για κάθε σχετική αξίωση πολιτών ή κρατών ανά την Ευρώπη, κυρίως όσον αφορά στο δικαίωμα ετεροδικίας της Γερμανίας, δηλαδή σε σχέση με την αρμοδιότητα δικαστηρίων χωρών να αποφασίζουν για τις αποζημιώσεις».

Στην υπόθεση συμμετέχει ως διάδικος και το ιταλικό Δημόσιο για να υποστηρίξει απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ιταλίας, η οποία υποχρέωνε το γερμανικό κράτος να αποζημιώσει τις οικογένειες 203 Ιταλών πολιτών που σκοτώθηκαν από το γερμανικό στρατό τον Ιούνιο του 1944, στο Αρέτσο της Τοσκάνης.

Η συμμετοχή - παρέμβαση του ελληνικού Δημοσίου στη δίκη ερμηνεύεται ως στοιχειώδης πράξη συμπαράστασης στους κατοίκους του μαρτυρικού Διστόμου, οι οποίοι ενώ στο παρελθόν είχαν δικαιωθεί από ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια δεν μπορούσαν να προβούν σε εκτέλεση της απόφασης κατά του γερμανικού Δημοσίου, λόγω της άρνησης παροχής της σχετικής άδειας από το ελληνικό Δημόσιο (υπουργείο Δικαιοσύνης).

Ο κ. Τσούκαλης εκτιμά ότι «η κυβέρνηση σκόπιμα υποβαθμίζει αυτό το γεγονός, μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης συγκυρίας, ώστε να μη δυσαρεστήσει προφανώς τη Γερμανία». Κατά τη γνώμη του,

«αντιθέτως θα έπρεπε αυτές τις μέρες να υπάρχει μια έντονη κινητικότητα, μια προετοιμασία, μάλιστα με συντονιστή την ίδια την κυβέρνηση, ούτως ώστε εκπρόσωποι όλων των μαρτυρικών πόλεων και χωριών της Ελλάδας, σε συνεργασία με το δίκτυο των αντίστοιχων πόλεων της Ευρώπης, να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, τόσο σε επίπεδο θεσμών και φορέων όσο και σε επίπεδο των ίδιων των πολιτών και των γειτονιών».

Παράλληλα, τονίζει πως δεν διατίθεται καμία ενημέρωση ή πληροφορία για την νομική προετοιμασία ή την πολιτική ετοιμότητα της Ελλάδας εν όψει της εκδίκασης της υπόθεσης:
«Δεν θέλω να υποβαθμίζω τις προσπάθειες των νομικών εκπροσώπων του ελληνικού δημοσίου, αλλά κρίνοντας από τη στάση της κυβέρνησης θεωρώ ότι θα υπάρχει υποτονική παρουσία».

Ένα ερώτημα που τίθεται στην προκειμένη περίπτωση είναι το εξής: Αποτελούν οι γερμανικές αποζημιώσεις ένα θέμα το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από την ελληνική πολιτεία ως ανεξάρτητο ή οφείλουν να συνδέονται με τις αξιώσεις της γερμανικής κυβέρνησης στο πεδίο της οικονομίας; Για τον κ. Τσούκαλη, «αυτή την περίοδο, και για λόγους αξιοπρέπειας του ελληνικού δημοσίου, δεν πρέπει να τίθεται επιτακτικά, με την έννοια του «εδώ και τώρα», θέμα αποζημίωσης ή συμψηφισμού». Ωστόσο, η ελληνική πολιτεία «θα πρέπει να θέτει το θέμα σταθερά, να το υπενθυμίζει σε κάθε συνάντηση και με κάθε ευκαιρία, κάνοντας σαφές ότι το ελληνικό Δημόσιο δεν έχει αποστεί του δικαιώματός του για αποζημίωση, και πως η Γερμανία είναι υπόλογη απέναντί του για αυτές τις αξιώσεις».

Η ελληνική πολιτεία επισήμως ποτέ δεν έχει παραιτηθεί των διεκδικήσεων (τις οποίες η Γερμανία απορρίπτει), ωστόσο, διαχρονικά δεν «αγγίζει» το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων. Σύμφωνα με το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Γερμανικών οφειλών, με επικεφαλής το Μανώλη Γλέζο, η Γερμανία οφείλει στην Ελλάδα:

«Την επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών που άρπαξαν οι δυνάμεις κατοχής από τα μουσεία, τους αρχαιολογικούς χώρους και από παράνομες ανασκαφές.

Τις επανορθώσεις για τις καταστροφές στις υποδομές κατά τη διάρκεια της κατοχής, δηλαδή προς το Δημόσιο, ύψους 7,1 δισ. δολάρια, αγοραστικής αξίας 1938. Αυτές, σύμφωνα με επίσημο έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδας, υπολογίζονται έως τον Μάρτιο του 2010 στο ποσό των 108,43 δισ. Ευρώ, χωρίς τόκους.

Το κατοχικό δάνειο, ύψους 3,5 δισ. Δολαρίων (αγοραστικής αξίας 1938). Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το ποσό ανέρχεται σήμερα σε περίπου 54 δισ. Ευρώ, χωρίς τόκους.

Επιπλέον, οφείλει να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων των 89 τουλάχιστον μαρτυρικών πόλεων και χωριών καθώς και όλων των θυμάτων των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής.»

Παράλληλα, το Συμβούλιο υπογραμμίζει:

«Τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται.

Η Ελληνική Κυβέρνηση πρέπει να πράξει το ιστορικό της χρέος και να απαιτήσει, επιτέλους, από τη Γερμανία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της.

Η Γερμανική Κυβέρνηση να πάψει να υπεκφεύγει, διαδίδοντας ψευδώς ότι τάχα έχει πληρώσει στο παρελθόν ή ότι δεν οφείλει τίποτα. Η καταβολή των αποζημιώσεων στην Ελλάδα είναι αναγκαία προϋπόθεση για να γυρίσει οριστικά η μαύρη σελίδα του ναζισμού και για να προχωρήσουμε, με αλληλεγγύη και ανθρωπιά, προς ένα κοινό δημοκρατικό ευρωπαϊκό μέλλον.

Οι θεσμικοί εκπρόσωποι του Ελληνικού Λαού, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η Βουλή, τα Κόμματα, οι πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις, να ασκήσουν την επιρροή τους προς την Κυβέρνηση ώστε να τεθεί τέρμα στην προσβλητική αδικία σε βάρος του Λαού και της Χώρας.

Ο ελληνικός λαός και ιδιαίτερα η νεολαία, εφ’ όσον η Κυβέρνηση και οι θεσμικοί του εκπρόσωποι αδρανούν, αδυνατούν ή δεν επαρκούν, να κάνει τον αγώνα μας δική του υπόθεση, να πυκνώσει τις τάξεις του Εθνικού Συμβουλίου ώστε να μην μπορεί κανείς πια να αγνοεί τη φωνή μας μέχρις ότου δικαιωθούμε!»



Πηγή kostasxan.blogspot.com