Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Ανάθεμά σε ξενιτιά

της Βάσιας Τζανακάρη



Διασχίζω τα δύσοσμα στενά του κέντρου. Η μάνα μου είναι από εκείνους τους μεσήλικες που αρνούνται πεισματικά να μετακομίσουν στα Μαρούσια και στα Μελίσσια. «Τι Μελίσσια, τι Κυψέλη» αστειεύεται όποτε της λέω να φύγει από την Κυψέλη από φόβο μήπως η κόλαση κάτω απ' την Πατησίων αρχίσει να ανεβαίνει προς τα πάνω. Έτσι, συνεχίζει να μένει εκεί, στο σπίτι όπου πέρασε όλη της τη ζωή.

Το 'χει κρατήσει ίδιο κι απαράλλαχτο. Ακόμα και το δωμάτιά μου ίδιο, έχει μείνει στα '90s -έχει ακόμα τις αφίσες του Μάικ Πάτον (Mike Patton) πάνω από το κρεβάτι και τη συλλογή μου από λούτρινα κουκλιά. Τα συρτάρια και οι ντουλάπες όμως είναι άδεια, γιατί έφυγα στα '00s. Τα πράγματά μου τα έχω πάει εδώ και χρόνια στου 'Αρη, στο Νέο Κόσμο. «Δεν ξέρω αν είναι παλιός ή νέος, κέντρο πάντως δεν είναι» έλεγε με ύφος η μάνα μου. Εμένα όμως δε με πολυένοιαζε. Χαιρόμουν που είχα γλιτώσει από την ασφυκτική οικειότητα του κέντρου. Τώρα με ξανατύλιγε.

Σε λίγα λεπτά θα είμαι στο σπίτι της. Θα της ανακοινώσω ότι φεύγω. Ακόμα πιο μακριά απ' το αγαπημένο της κέντρο. Ακόμα πιο μακριά απ' την Αθήνα. Ακόμα πιο μακριά απ' την Ελλάδα. Θα πάω σε ένα νέο κόσμο όνομα και πράγμα. Εδώ και λίγο καιρό ο 'Αρης πηγαινοερχόταν στο 'Αμστερνταμ για συνεντεύξεις σε μια πολυεθνική. Και, τελικά τον πήρανε. Τον 'Αρη, που κόλλαγε χαρτάκια για ιδιαίτερα έξω από τα σούπερ μάρκετ. Κι εγώ θα πάω μαζί του, γιατί εδώ δεν έχω τίποτα. Μόνο τον 'Αρη, που δε θέλει με τίποτα να είναι εδώ. Και τη μάνα μου, που μόνο αυτό θέλει.

Θα τη δω σε λίγα λεπτά και ακόμα δεν έχω βρει τρόπο να της το πω. Μέσα μου κάνω πρόβα το διάλογο. «Ήρθες;» θα μου πει. «Ε, για να με βλέπεις;» θα την κοροϊδέψω εγώ, όπως πάντα, και θα συνεχίσω: «μαμά, θέλω να σου πω κάτι. Μαμά, δεν πάει άλλο η ζωή εδώ! Μαμά, έχω να δουλέψω δύο χρόνια. Μαμά, πόσο συχνά σε βλέπω τώρα; Ε, μπορεί να σε βλέπω και πιο συχνά». Γιε μου, πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια. Κόρη μου, πού πας; Μάνα, θα πάω στις τουλίπες.

Πρέπει να φύγω, να ανασάνω. Ολόκληρη η πόλη μυρίζει εγκατάλειψη. Ολόκληρη η χώρα μυρίζει σαπίλα. Θέλω να φύγω, να φύγω, να φύγω. «Μόνο εσύ θα μου λείψεις, καλή μου, όσο δε φαντάζεσαι. Θα έρχομαι, μη φοβάσαι, τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο. Κάτι θα βρω να κάνω κι εγώ εκεί. Ξέρω, δε με σπούδαζες για να γίνω σερβιτόρα σε coffee shop, αλλά δεν πάει άλλο εδώ. Με καταλαβαίνεις, μαμά, έτσι δεν είναι;».

Αντικρίζω την είσοδο της πολυκατοικίας. Θυμάμαι ξαφνικά ένα φιλί που είχα δώσει δίπλα στα θυροτηλέφωνα σε ένα συμμαθητή μου. Ήμουν Β' λυκείου και με είχε γυρίσει στο σπίτι μετά το φροντιστήριο. 'Αραγε να είναι εδώ ή να 'χει φύγει; Ανοίγω με το κλειδί μου την κάτω πόρτα, αλλά, όταν φτάνω ασθμαίνοντας στον τρίτο, χτυπάω το κουδούνι. Η πόρτα ανοίγει, η μάνα μου με υποδέχεται με την παλιά καπιτονέ της ρόμπα. Ρουφάω το παλιομοδίτικο άρωμα «L' Air du Temps» που φοράει και τη λιγωτική μυρωδιά από τα κεφτεδάκια που με περιμένουν στην κουζίνα. «Ήρθες;» με ρωτάει όπως πάντα. Κι εγώ, για πρώτη φορά, απαντάω: «φεύγω».

Η Βάσια Τζανακάρη είναι συγγραφέας
Πηγή