Κανονικά το κουτί παίρνει δέκα στρώσεις γάλατα νου-νου• απόψε όμως σκεπάζει δυο πόδια μέχρι τα γόνατα. Αν ήταν κουτί καταψύκτη θα μπορούσε να χωρέσει όλο το σώμα• τώρα το υπόλοιπο σώμα τυλίγεται σε λαδωμένες μοκέτες, ξεθωριασμένα παπλώματα και λουλουδάτες κουβέρτες χωρίς τα λουλούδια και μένει ακίνητο ως το πρωί.
Βρομόκαιρος, χαρτόκουτα και ανακεφαλαίωση δυστυχίας, φτάνει. Η αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη, οι δυο προβολές έγιναν τρεις, διαφημίσεις, τίτλοι έναρξης και το Λιμάνι της Χάβρης ξεκινά. Κάποτε η ζωή ήταν μποέμ (σαν την πρώτη ταινία του Kaurismäki στη Γαλλία), τώρα ο Μαρξ τριγυρνά με το ίδιο παντελόνι κάτω στο λιμάνι και με το κασελάκι στην πλάτη γυαλίζει παπούτσια παπάδων και περαστικών απολαμβάνοντας με τα λιγοστά ευρώ του κάθε απόγευμα το κρασί του σ’ ένα παλιομοδίτικο μπιστρό. Απλά πράγματα, ίσα να ζει.
Βρομόκαιρος, χαρτόκουτα και ανακεφαλαίωση δυστυχίας, φτάνει. Η αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη, οι δυο προβολές έγιναν τρεις, διαφημίσεις, τίτλοι έναρξης και το Λιμάνι της Χάβρης ξεκινά. Κάποτε η ζωή ήταν μποέμ (σαν την πρώτη ταινία του Kaurismäki στη Γαλλία), τώρα ο Μαρξ τριγυρνά με το ίδιο παντελόνι κάτω στο λιμάνι και με το κασελάκι στην πλάτη γυαλίζει παπούτσια παπάδων και περαστικών απολαμβάνοντας με τα λιγοστά ευρώ του κάθε απόγευμα το κρασί του σ’ ένα παλιομοδίτικο μπιστρό. Απλά πράγματα, ίσα να ζει.
Αλλά αντί για λιμάνι μες την οθόνη ξεπροβάλλει μια γειτονιά, είναι μια ξεχασμένη γειτονιά που διατηρεί ακόμη τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά της, δείτε τα χρώματα, ακούστε τις μουσικές, τους θορύβους και τα λόγια της, είναι απλά μα μακρινά οικεία, να η πληθωρική φουρνάρισσα και ο αστείος μανάβης, εδώ θα βρείτε παλιούς αγαπημένους, ήρωες με ονόματα που όλο και κάτι σας θυμίζουν, ανθρώπους βγαλμένους κατευθείαν από έναν χαμένο ποιητικό ρεαλισμό. Όλα τα γνωρίσματα ενός παλιού αλλιώτικου κόσμου είναι συγκεντρωμένα εδώ, απλά και χορταστικά απλώνονται στις κινηματογραφικές αίθουσες και γαργαλούν τα αυτιά μας, να η Arletty από τα Παιδιά του Παραδείσου, άρρωστη πια φορά ένα κατακίτρινο φουστάνι και ο Jean-Pierre Léaud κουβαλά όλο τον Truffaut, δίπλα σε εμπορικά Peugeot 304 και επιθεωρητές με συνείδηση. Μια κοινωνία του παρελθόντος χτίζεται μόλις σε 90 λεπτά και στήνεται πανεύκολα σε τρεις μόνο προβολές, μια κοινωνία που συνασπίζεται για να σώσει ένα παιδί κόντρα σε ανθρωποβόρα μήντια, τον υπερβάλλοντα ζήλο μιας απρόσωπης αστυνομίας και τα τηλεφωνήματα επίδοξων καταδοτών. Και όταν τα χρήματα χρειάζονται, αυτή η γειτονιά, αν και δεν της περισσεύουν, τα προσφέρει απλόχερα σε εκείνον που τα έχει περισσότερο ανάγκη.
"Δηλαδή δεν έχω ελπίδες, γιατρέ;" ρωτά η βαριά άρρωστη Arletty. "Καμιά φορά γίνονται και θαύματα." "Όχι στη γειτονιά μου." θα απαντήσει εκείνη.
Η πόλη και οι άνθρωποι ενός αλλιώτικου κινηματογραφικού κόσμου, πρόσωπα πραγματικά και πρόσωπα φανταστικά, άνθρωποι της πόλης και ηθοποιοί, με μια λέξη η ζωή και η τέχνη, δίπολα που δεν μελετώνται αφαιρετικά, μα αποτελούν μέρος μιας ενιαίας δράσης που υψώνει και θέτει το πιο επίκαιρο στις μέρες μας ερώτημα: μπορεί να γίνει το θαύμα και η πόλη να ξαναβρεί τις αξίες της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης μιας περασμένης εποχής; Και αν ναι, πώς θα μπορούσε η αλληλεγγύη των ανθρώπων να επιδράσει πάνω στη ζωή μας και να συνθέσει μια νέα, διαφορετική πραγματικότητα; Πώς ακριβώς μπορεί να αφυπνιστεί και να βαρύνει η συνείδηση των ανθρώπων και τι είναι τελικά η ανθρώπινη συνείδηση;
Έξω από τον κινηματογράφο η πόλη απλώνεται ήσυχη, κρύα και οκνηρή. Είναι η πόλη των ανθρώπων-μπόγων και των χαρτόκουτων στις γωνίες, η πόλη με τις σκουριασμένες υδρορροές, τους ξεχαρβαλωμένους μεντεσέδες των κλειστών και άδειων μαγαζιών και τα άπλυτα παράθυρα και μπαλκόνια. Είναι η πόλη με τις εκπτώσεις έως και 70%, τις προκρατήσεις, τις μαϊμούδες και τις μάρκες και τις χιλιάδες βρώμικες και συνεχώς πολλαπλασιαζόμενες κλειδαμπαρωμένες βιτρίνες. Είναι η ίδια πόλη με τα τσάγια, τους καφέδες, το αλκοόλ, τα χάπια, τις παρέες και τα τραπεζώματα, όλα σε ζεστές αχνιστές κούπες, ραγισμένη κεραμική σε μπαρ, εστιατόρια και καφέ, που βοηθούν να φεύγει ο χρόνος, να φεύγουν ολόκληρα τα λεπτά, οι ώρες και οι ζωές και να πηγαίνουν πιο εύκολα στον αγύριστο χωρίς δεύτερη σκέψη και ειδικό ενδιαφέρον. Είναι η πόλη όπου ελάχιστοι ντρέπονται, λίγοι κρύβονται, αρκετοί κοκορεύονται, πολλοί ξέρουν και περισσότεροι ακόμη σιωπούν -λίγο από βαρεμάρα, λίγο από άγνοια και περισσότερο από αδιαφορία- μπρος στο σκηνικό της αποχαλίνωσης που για χρόνια ζητούσε και σήκωνε κιτσάτες και ολόλαμπρες υπερβολές.
Αλλά ανάμεσα στα ωράρια, τους δρόμους με τα χαρτόκουτα και τους ανθρώπινους μπόγους, ανάμεσα σε βιαστικές σκέψεις βιαστικών ανθρώπων και στόματα που ξεστομίζουν ακαταλαβίστικα λόγια -κουβέντες που λέγονται γύρω μας διαρκώς, ενώ εμείς δεν ήμασταν εκεί, ή περνούσαμε τυχαία και τις ακούσαμε, ή τις είπαμε και τις ξεχάσαμε αμέσως- οι ιστορίες της πόλης απλώνονται σαν δευτερόλεπτα όνειρα και συνθέτουν μια αφηρημένη συνείδηση.
Είναι εκείνη η συνείδηση που προστάζει μερικές φορές μια επανεγγραφή και ύστερα μια προσεκτικότερη ανάγνωση όσων λέγονται, ακούγονται, διαβάζονται ή εκπέμπονται, κυρίως από τα πιο παραμελημένα κομμάτια των ανθρώπων, των αντικειμένων και του χρόνου, που περισσεύουν μετά την ορθολογική χρησιμότητα, που προστάζει την επανάχρηση της ίδιας της πόλης μαζεύοντας τα ρετάλια της ανθρώπινης ζωής για να φτιαχτεί μια νέα πραγματικότητα. Και ίσως μετά και μια νέα ζωή, που σιωπηλά θα αυτοσαρκάζεται και θα χαμογελά, σαν λιωμένη σελίδα πατημένης εφημερίδας, που θα επιμένει ν' αφηγείται μια σημαντικότατη ιστορία που όλους μας ενδιαφέρει.
Οι αφηγήσεις συνήθως έχουν αρχή, μέση και τέλος. Οι ιστορίες όμως των ανθρώπων σε μπόγους, δρόμους και χαρτόκουτα είναι σαν να τις συναντάς κάπου στη μέση, όλοι φανταζόμαστε την αρχή, δραματοποιούμε τη συνέχεια, βλέπουμε το τώρα και ύστερα σιωπούμε λες και ξέρουμε το τέλος. Και έτσι οι άνθρωποι-μπόγοι στα αλήθεια δεν υπάρχουν, ακριβώς σαν τις προτομές στις πλατείες, με χαμένο το ενδιαφέρον για το μέλλον, αφού ξέρουν καλά πως δεν θα παίξουν κανέναν ρόλο εκεί, αύριο ή μεθαύριο, αφού δήθεν ξέρουμε πως όπου να ’ναι θα τους πούμε οριστικά αντίο και δεν αφήνουμε ούτε ένα τελευταίο μας αληθινό κλάμα για να πάει στράφι, γιατί ξέρουμε ακόμη καλύτερα ότι τα κλάματα αυτά δυστυχώς δεν φτάνουν ποτέ στα αυτιά εκείνων που πρέπει.
Απόψε μετά το σινεμά διαλέγω τον δικό μου μπόγο και μπαίνω απρόσκλητη στο σπίτι του. Δεν ξέρω αν είναι άνδρας ή γυναίκα κάτω από τη βαραμάν μοκέτα, ούτε την ηλικία του, δεν ξέρω τίποτε για αυτόν, αλλά ούτε αυτός με ξέρει και όλα αυτά δεν είναι ουσιώδη.
"Δηλαδή δεν έχω ελπίδες, γιατρέ;" ρωτά η βαριά άρρωστη Arletty. "Καμιά φορά γίνονται και θαύματα." "Όχι στη γειτονιά μου." θα απαντήσει εκείνη.
Η πόλη και οι άνθρωποι ενός αλλιώτικου κινηματογραφικού κόσμου, πρόσωπα πραγματικά και πρόσωπα φανταστικά, άνθρωποι της πόλης και ηθοποιοί, με μια λέξη η ζωή και η τέχνη, δίπολα που δεν μελετώνται αφαιρετικά, μα αποτελούν μέρος μιας ενιαίας δράσης που υψώνει και θέτει το πιο επίκαιρο στις μέρες μας ερώτημα: μπορεί να γίνει το θαύμα και η πόλη να ξαναβρεί τις αξίες της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης μιας περασμένης εποχής; Και αν ναι, πώς θα μπορούσε η αλληλεγγύη των ανθρώπων να επιδράσει πάνω στη ζωή μας και να συνθέσει μια νέα, διαφορετική πραγματικότητα; Πώς ακριβώς μπορεί να αφυπνιστεί και να βαρύνει η συνείδηση των ανθρώπων και τι είναι τελικά η ανθρώπινη συνείδηση;
Έξω από τον κινηματογράφο η πόλη απλώνεται ήσυχη, κρύα και οκνηρή. Είναι η πόλη των ανθρώπων-μπόγων και των χαρτόκουτων στις γωνίες, η πόλη με τις σκουριασμένες υδρορροές, τους ξεχαρβαλωμένους μεντεσέδες των κλειστών και άδειων μαγαζιών και τα άπλυτα παράθυρα και μπαλκόνια. Είναι η πόλη με τις εκπτώσεις έως και 70%, τις προκρατήσεις, τις μαϊμούδες και τις μάρκες και τις χιλιάδες βρώμικες και συνεχώς πολλαπλασιαζόμενες κλειδαμπαρωμένες βιτρίνες. Είναι η ίδια πόλη με τα τσάγια, τους καφέδες, το αλκοόλ, τα χάπια, τις παρέες και τα τραπεζώματα, όλα σε ζεστές αχνιστές κούπες, ραγισμένη κεραμική σε μπαρ, εστιατόρια και καφέ, που βοηθούν να φεύγει ο χρόνος, να φεύγουν ολόκληρα τα λεπτά, οι ώρες και οι ζωές και να πηγαίνουν πιο εύκολα στον αγύριστο χωρίς δεύτερη σκέψη και ειδικό ενδιαφέρον. Είναι η πόλη όπου ελάχιστοι ντρέπονται, λίγοι κρύβονται, αρκετοί κοκορεύονται, πολλοί ξέρουν και περισσότεροι ακόμη σιωπούν -λίγο από βαρεμάρα, λίγο από άγνοια και περισσότερο από αδιαφορία- μπρος στο σκηνικό της αποχαλίνωσης που για χρόνια ζητούσε και σήκωνε κιτσάτες και ολόλαμπρες υπερβολές.
Αλλά ανάμεσα στα ωράρια, τους δρόμους με τα χαρτόκουτα και τους ανθρώπινους μπόγους, ανάμεσα σε βιαστικές σκέψεις βιαστικών ανθρώπων και στόματα που ξεστομίζουν ακαταλαβίστικα λόγια -κουβέντες που λέγονται γύρω μας διαρκώς, ενώ εμείς δεν ήμασταν εκεί, ή περνούσαμε τυχαία και τις ακούσαμε, ή τις είπαμε και τις ξεχάσαμε αμέσως- οι ιστορίες της πόλης απλώνονται σαν δευτερόλεπτα όνειρα και συνθέτουν μια αφηρημένη συνείδηση.
Είναι εκείνη η συνείδηση που προστάζει μερικές φορές μια επανεγγραφή και ύστερα μια προσεκτικότερη ανάγνωση όσων λέγονται, ακούγονται, διαβάζονται ή εκπέμπονται, κυρίως από τα πιο παραμελημένα κομμάτια των ανθρώπων, των αντικειμένων και του χρόνου, που περισσεύουν μετά την ορθολογική χρησιμότητα, που προστάζει την επανάχρηση της ίδιας της πόλης μαζεύοντας τα ρετάλια της ανθρώπινης ζωής για να φτιαχτεί μια νέα πραγματικότητα. Και ίσως μετά και μια νέα ζωή, που σιωπηλά θα αυτοσαρκάζεται και θα χαμογελά, σαν λιωμένη σελίδα πατημένης εφημερίδας, που θα επιμένει ν' αφηγείται μια σημαντικότατη ιστορία που όλους μας ενδιαφέρει.
Οι αφηγήσεις συνήθως έχουν αρχή, μέση και τέλος. Οι ιστορίες όμως των ανθρώπων σε μπόγους, δρόμους και χαρτόκουτα είναι σαν να τις συναντάς κάπου στη μέση, όλοι φανταζόμαστε την αρχή, δραματοποιούμε τη συνέχεια, βλέπουμε το τώρα και ύστερα σιωπούμε λες και ξέρουμε το τέλος. Και έτσι οι άνθρωποι-μπόγοι στα αλήθεια δεν υπάρχουν, ακριβώς σαν τις προτομές στις πλατείες, με χαμένο το ενδιαφέρον για το μέλλον, αφού ξέρουν καλά πως δεν θα παίξουν κανέναν ρόλο εκεί, αύριο ή μεθαύριο, αφού δήθεν ξέρουμε πως όπου να ’ναι θα τους πούμε οριστικά αντίο και δεν αφήνουμε ούτε ένα τελευταίο μας αληθινό κλάμα για να πάει στράφι, γιατί ξέρουμε ακόμη καλύτερα ότι τα κλάματα αυτά δυστυχώς δεν φτάνουν ποτέ στα αυτιά εκείνων που πρέπει.
Απόψε μετά το σινεμά διαλέγω τον δικό μου μπόγο και μπαίνω απρόσκλητη στο σπίτι του. Δεν ξέρω αν είναι άνδρας ή γυναίκα κάτω από τη βαραμάν μοκέτα, ούτε την ηλικία του, δεν ξέρω τίποτε για αυτόν, αλλά ούτε αυτός με ξέρει και όλα αυτά δεν είναι ουσιώδη.
Κάθομαι κατάχαμα απέναντι σε έναν άγνωστο άνθρωπο χωρίς πρόσωπο και εκεί, ανάμεσα σε μισομαδημένα κουφώματα, αισθάνομαι για πρώτη φορά σα να είναι, όχι το τελευταίο μεγάλο κρύο τούτου του χειμώνα, αλλά το τελευταίο κρύο της ζωής μου. Ξύπνησα. Αντί για χιονόμπαλες και τσουλήθρες σε χιονοδρομικά, παίζω για πρώτη φορά με την αθέατη πόλη μας, της κρατώ συντροφιά, της αφιερώνω τη νύχτα μου, τα πόδια μου παγώνουν, αλλά όσο την κοιτώ και εξοικειώνομαι μαζί της καταλαβαίνω για πρώτη φορά την αληθινή της ιστορία.
Στη ζωή δεν υπάρχει μόνο ένα τέλος, το οριστικό, κατά καιρούς προηγούνται άλλα, πολλά και εξόχως βασσανιστικά, που αφήνουν πάνω σε ζωντανούς ακόμη ανθρώπους το σημάδι του χαμού, με την πνιγηρή αίσθηση του αναπότρεπτου και του ανεπίστρεπτου.
Στη ζωή δεν υπάρχει μόνο ένα τέλος, το οριστικό, κατά καιρούς προηγούνται άλλα, πολλά και εξόχως βασσανιστικά, που αφήνουν πάνω σε ζωντανούς ακόμη ανθρώπους το σημάδι του χαμού, με την πνιγηρή αίσθηση του αναπότρεπτου και του ανεπίστρεπτου.
Αν υπήρχε η γειτονιά του Kaurismäki θα είχε ανοίξει ήδη την πόρτα της, τις εκκλησίες της, τα γκαράζ της, τους κινηματογράφους της, τα κατασχεμένα ακίνητά της, τα κλειστά σπίτια της. Μες τη νύχτα ανοίγω μονάχα την καρδιά μου μπροστά σε έναν άνθρωπο που ακόμη αναπνέει μου προσφέρει έναν μικρό Εσταυρωμένο, που είναι όλο τον χρόνο μέσ’ τα καρφιά.
Οι κατεψυγμένοι μπόγοι είναι οι μόνοι ικανοί να ζωντανέψουν ξανά την πεθαμένη πόλη μας, είναι η μοναδική μας ευκαιρία να ανακαλύψουμε ανθρώπινα πρόσωπα, ειδικά όταν ο καιρός δυναμώνει και η Μετεωρολογική Υπηρεσία προβλέπει τριήμερα με έντονα καιρικά φαινόμενα. Οι άνθρωποί τους είναι οι μόνοι ικανοί για να κάνουν και πάλι την πόλη αυτή ανθρώπινη και μαλαματένια.
Οι κατεψυγμένοι μπόγοι είναι οι μόνοι ικανοί να ζωντανέψουν ξανά την πεθαμένη πόλη μας, είναι η μοναδική μας ευκαιρία να ανακαλύψουμε ανθρώπινα πρόσωπα, ειδικά όταν ο καιρός δυναμώνει και η Μετεωρολογική Υπηρεσία προβλέπει τριήμερα με έντονα καιρικά φαινόμενα. Οι άνθρωποί τους είναι οι μόνοι ικανοί για να κάνουν και πάλι την πόλη αυτή ανθρώπινη και μαλαματένια.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου