Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Το ευρώ από σύμβολο ενότητας, φορέας διάλυσης


Με την Ευρώπη συνολικά να μπαίνει σε ύφεση το 2012 και με την κρίση να αναζωπυρώνεται αυτή τη φορά έχοντας σαν επίκεντρο την Ισπανία (βλ. επιτόκιο δανεισμού εκ νέου στο 6%) και την Ιταλία (όπου η αίγλη του Μόντι ως δήθεν θαυματοποιού αρχίζει να ξεθωριάζει), το ερώτημα για το μέλλον και τη βιωσιμότητα της Ευρωζώνης, (ΕΖ), ξανάρχεται επιτακτικά στο προσκήνιο. Από τότε που ξέσπασε η κρίση, πήρε αρκετό καιρό ώστε τουλάχιστον οι οικονομολόγοι ν’ αντιληφθούν ότι το πρόβλημα ήταν δομικό και σύμφυτο με την αρχιτεκτονική του ίδιου του ευρώ το οποίο ήταν φτιαγμένο έτσι ώστε να παράγει ελλείμματα στην περιφέρεια και πλεονάσματα στο κέντρο. Έτσι, ένα μέρος της προβληματικής λογικό ήταν να κατευθυνθεί πίσω στο χρόνο και να διερευνήσει εκ νέου τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε και προωθήθηκε η ιδέα της νομισματικής ενοποίησης. Όπως επίσης και να εξετάσει κάτω από νέο πρίσμα τις αντιρρήσεις και τους ενδοιασμούς που είχαν τότε διατυπωθεί, αλλά όπως φαίνεται, στην πορεία αγνοήθηκαν.


Για να ερμηνεύσουμε τις ατέλειες της ΕΖ, που ήρθαν στην επιφάνεια με την κρίση, θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε ότι η δημιουργία της ήταν πρωτίστως πολιτικό, παρά οικονομικό εγχείρημα. Ικανοποιούσε το αίτημα για ευρωπαϊκή ενότητα με σκοπό ν’ αποτραπούν μελλοντικές καταστροφές και να δοθεί ένα τέλος στην πάλη για κυριαρχία ανάμεσα στη Γερμανία και τη Γαλλία. Ο Τσόρτσιλ δήλωνε τον Σεπτέμβριο του 1946 ότι ένα είδος Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης ήταν απόλυτα απαραίτητο για ν’ αποτραπούν νέοι πόλεμοι. Από τα μέσα δε της δεκαετίας του ’50, οι ευρωπαίοι ηγέτες είχαν συνειδητοποιήσει ότι η πολιτική ένωση για να επιτευχθεί, θα έπρεπε πρώτα να περάσει από την οικονομική.


Επίσης είναι γνωστό ότι η εγκατάλειψη του μάρκου και η υποστήριξη του κοινού νομίσματος από τη διστακτική Γερμανία έγινε με αντάλλαγμα την υποστήριξη της επανένωσης με την πρώην Ανατολική από τη Γαλλία. Το εγχείρημα του ευρώ, μιας νομισματικής ένωσης με τόσο διαφορετικές οικονομίες ήταν περισσότερο, θα λέγαμε, ρομαντικό, παρά βασιζόταν σε στερεή οικονομική βάση. Λίγες ήταν οι χώρες που ικανοποιούσαν τα κριτήρια σύγκλισης, οι περισσότερες εισήλθαν με τη βοήθεια λογιστικών τεχνασμάτων, για παράδειγμα εκτός από την Ελλάδα, ήταν και η Ιταλία, η Ισπανία και το Βέλγιο, ενώ αποπειράθηκε να βάλει χέρι στα στατιστικά της και η ίδια η Γερμανία, ενέργεια που απετράπη μετά από δυναμική παρέμβαση της Bundesbank. Αλλά και τα κριτήρια σύγκλισης που επικράτησαν, με συνεχείς διαφωνίες και μακροχρόνιες διαμάχες, ήταν το ελάχιστο δυνατόν που επιβίωσε από το αρχικό σχέδιο, όπου προτεραιότητα δινόταν στην πολιτική και δημοσιονομική σύγκλιση, κάτι όμως, που, όπως είχαν επίγνωση, δύσκολα θα γινόταν αποδεκτό από εθνικά κυρίαρχα κράτη. Ο δε Romano Pronti, το 2002 χαρακτήρισε το σύμφωνο σταθερότητας με μια μόνο λέξη: «Ηλίθιο».


Το ότι η ΕΖ επιβίωσε για μια δεκαετία ήταν περισσότερο θέμα τύχης και διεθνών συγκυριών. Από τη σύλληψή της ακόμα υπέφερε από πολλά μειονεκτήματα και δομικά ελαττώματα, όπου οι πολιτικοί παράγοντες είχαν παραμερίσει τις οικονομικές ανησυχίες. Η ΟΝΕ αφ’ ενός ουδέποτε εκπλήρωνε τις προϋποθέσεις μιας Βέλτιστης Νομισματικής Ζώνης, και αφ’ ετέρου η ίδια η θεωρία είχε συναντήσει πολλές αμφισβητήσεις για ένα σωρό λόγους. Οι προϋποθέσεις που δεν ικανοποιήθηκαν ήταν η πολιτική και δημοσιονομική ενοποίηση, η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και η ευελιξία μισθών και τιμών. Απλά, στα χνάρια της θεωρίας της αοράτου χειρός, οι πολιτικοί πίστευαν ότι αρκούσε ένα κοινό νόμισμα για να φέρει από μόνο του και όλα τα υπόλοιπα. Δεν ήρθαν όμως έτσι τα πράγματα.


Σήμερα, κρίνοντας τη βιωσιμότητα της ΟΝΕ με βάση οικονομικά κριτήρια παραβλέπουμε το γεγονός ότι το ευρώ ήταν πάνω απ’ όλα ένα πολιτικό εγχείρημα με κύριο στόχο τον περιορισμό και τον έλεγχο της Γερμανίας. Αυτό απετέλεσε και τον πυρήνα της Γαλλικής, αλλά και της Βρετανικής ευρωπαϊκής πολικής, αν και η δεύτερη, μετά τη Θάτσερ, αρνήθηκε να συμμετάσχει λόγω των διαρθρωτικών προβλημάτων τα οποία είχε εξ αρχής διαβλέψει.


Παρά τις οικονομικές δυσκολίες που παρουσιάζονται τα δυο τελευταία χρόνια, μια διάλυση της ΕΖ θα ισοδυναμούσε με την αποτυχία ολόκληρης της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής πολιτικής, κάτι που γίνεται αντιληπτό μόνο κοιτάζοντας το εγχείρημα στην ιστορική του προοπτική. Παρ’ όλο τον εντεινόμενο ηγεμονισμό της Γερμανίας, η Μέρκελ, σαν τέκνο του Κολ, θα πρέπει να έχει επίγνωση των πολιτικών σκοπιμοτήτων που επενδύθηκαν στο ευρώ, και βασικά θα πρέπει να ήταν ειλικρινής όταν σε διάφορους πρόσφατους χρόνους δήλωνε πίστη στην πάση θυσία διατήρηση του ευρωπαϊκού project. Όμως, οι προθέσεις της, αν ερμηνεύονται σωστά, έρχονται σε αντίθεση με τις πολιτικές λιτότητας που απαιτεί από το σύνολο σχεδόν των χωρών της ΕΖ, οι οποίες πέρα από την εμφανή αναποτελεσματικότητά τους στην επιτυχία της σύγκλισης, ενισχύουν τον ευρωσκεπτικισμό, τις φυγόκεντρες τάσεις, καθώς και τη δυσαρέσκεια των λαών, τόσο της περιφέρειας όσο και του κέντρου. Αν το σκεπτικό της δημιουργίας του ευρώ ήταν η απομάκρυνση του κινδύνου των ενδο-ευρωπαϊκών συγκρούσεων, η σημερινή πολιτική τείνει να τον επαναφέρει.


Στη συγκυρία αυτή, ο μόνος που θα μπορούσε να σταθεί εξισορροπητικά απέναντι στη Γερμανία, θα ήταν η Γαλλία, αν η ίδια δεν βρισκόταν σε τροχιά πολιτικής και οικονομικής παρακμής. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, εκτός κι αν έρθουν τα πάνω-κάτω στη Γαλλία, η επιβίωση ή όχι της ΟΝΕ βρίσκεται εξ ολοκλήρου στα χέρια της Γερμανίας και ειδικά, στο κατά πόσον η Μέρκελ θα σταθμίσει την πολιτική της με βάση το πολιτικό συμφέρον της Γερμανίας, και όχι με βάση ένα στενό οικονομικό όφελος. Η απομόνωση της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο δεν θα ήταν κάτι που θα την συνέφερε μακροπρόθεσμα, ακόμα και αν παροδικά αναπλήρωνε τις εξαγωγές που θα έχανε εντός ΕΖ, με αυτές που θα κέρδισε εκτός αυτής, για παράδειγμα προς την Κίνα. Μια μονομερής αποχώρηση θα υπονόμευε την εξηντάχρονη φιλοευρωπαϊκή της πολιτική, στην οποία στήριζε την ταυτότητά της και από την οποία αντλούσε κύρος. Το ερώτημα είναι αν η Μέρκελ θα το τολμήσει, ανατρέποντας τη μέχρι τούδε τάξη πραγμάτων.


Το παρελθόν και το αβέβαιο μέλλον της ευρωπαϊκής ένωσης περιγράφεται με εμπεριστατωμένο τρόπο στο βιβλίο «Το τέλος του ευρώ» του Johan van Overtveldt, εκδ. Μεταίχμιο.