Γράφει: Αννίτα Λουδάρου
Περνώ έξω από το μαγαζάκι της Ρίτσας δυό φορές τη μέρα. Μια το πρωί φεύγοντας και μια το βράδυ γυρνώντας. » Μεταποιήσεις η Ρίτσα».
Καμαρούλα μια σταλιά. Ένας ξύλινος πάγκος γεμάτος πουκάμισα, παντελόνια , φούστες που αναπάντεχα, αλλάξανε οι συνθήκες και τους δόθηκε όχι μονάχα παράταση ζωής αλλά και το βαρύ φορτίο να δώσουν σπίθα χαράς στους κατόχους τους. Συρταράκια δεξιά και αριστερά γεμάτα πολύχρωμα κουμπιά, φερμουάρ, κόπιτσες και ένα σωρό άλλα πολλά. Η Ρίτσα σκυμμένη στο τραπέζι της μπροστά από το παράθυρο και δίπλα στη ραπτομηχανή, μπαλώνει. Δεν σ’ ακούει με τη μια καλημέρα. Πρέπει να πεις δυο τρεις φωναχτές, για να σηκώσει το κεφάλι και να σου σκάσει ένα χαμόγελο. »Καλώς την , καλημέρα».
Η κάμαρα μυρίζει κλωστές, κουμπιά και σαπούνι. Ανοίγεις την πόρτα να φύγεις και στο τζαμάκι, ανεβοκατεβαίνει τη διαδρομή της, η ταμπελίτσα «Επιστρέφω σε λίγο».
Προχωράς κατάπληκτη. Κόλλησες και δεν λες να ξεκολλήσεις. Άκου »επιστρέφω σε λίγο». Δηλαδή η Ρίτσα μπορεί να φεύγει για λίγο από κάπου που μπορεί να είναι. Άλλη διατύπωση. Η Ρίτσα φεύγει για λίγο από κει που είναι. Ακόμα και σήμερα.
Η Ρίτσα δούλευε πάντα με την ίδια διάθεση το μαγαζί της. Ήρθε στην Αθήνα παιδί, μπήκε βοηθός σε μια πολύ γνωστή μοδίστρα , έραψε εκατοντάδες πολυτελή νυφικά και μετά άνοιξε το δικό της μαγαζί. Πρόκοψε και απέκτησε τη δυνατότητα με τιμή να μεγαλώσει και να σπουδάσει τα παιδιά της. Τώρα της κόψανε σχεδόν τη μισή σύνταξη και τα παιδιά της γυρεύουν να μεταναστεύσουν με δυσμενείς όρους.
Η Ρίτσα ακόμα και σήμερα δουλεύει μ’ έναν τρόπο που σε κάνει να πιστέψεις , πως αυτό που επιδιώκει ξεπερνά κατά πολύ το μπάλωμα. Όχι δεν δουλεύει σαν καλοκουρδισμένη μηχανή . Γι’ αυτό άλλωστε μπορεί να επιστρέφει σε λίγο, κάπου κάπου. Προσηλώνεται πάνω σ’ ένα γαζί , ανάμεσα σε νιφάδες από ιπτάμενες κλωστούλες. Το στόμα της παίρνει ένα αφηρημένο σχήμα όμικρον, σαν να φυσάει ταυτόχρονα ένα κλαρίνο και μεταναστεύει νοερά , στο τόπο που θα βρει την καλύτερη λύση για το στρίφωμα που την παιδεύει. Αχ και να ‘ξερες τι μου θύμησες, Ρίτσα !
Το έχω ξαναδεί αυτό το σχήμα του αφηρημένου όμικρον . Όταν πιτσιρίκα τριγύριζα τα Σάββατα το πρωί στο κέντρο. Σε όλες αυτές τις οδούς με τα ιστορικά ονόματα Νικίου, Ρόμβης, Κλειτίου, Κολοκοτρώνη, Πραξιτέλους, οι άνθρωποι στα εμπορικά τους, στα εργαστήρια και στα γραφεία τους, με αυτό το αφηρημένο όμικρον παλεύανε τη λεπτομέρεια που θα απογείωνε το μεράκι τους. Καμιά λεπτομέρεια δεν έμενε ξεκρέμαστη. Χέρια που δούλευαν με την παρότρυνση μιας πυρακτωμένης ψυχής.
Δεν είναι ανάγκη να περιγράψω τι ακριβώς νιώθει κανείς σήμερα στην ίδια βόλτα. Λιγοστά τα ρολά που ανοίγουν πια το πρωί και πιο πάνω μπαγκέτα, Fredo και υποαπασχολούμενα τρεχαλητά. Μιλάω σαν ηττημένος άνθρωπος; Μιλάω σαν ηττημένος άνθρωπος. Σαν μουδιασμένος άνθρωπος. Μουδιασμένη γιατί μέσα στους σημερινούς δρόμους της Αθήνας, νιώθω βαριά την απουσία σχεδίου και ομοψυχίας που θα μπορούσαν να μεταδώσουν ελπίδα σε τραυματισμένους ανθρώπους. Σχέδιο όμως , όχι manual γράμμενο από κάποιους απομακρυσμένους κατασκευαστές του συστήματος.
Ακυρώνεται, άραγε, η ικανοποίηση από τις προηγούμενες στιγμές; Μουτζουρώνεται το συναίσθημα πληρότητας όταν τα ρολά πια παραμένουν κατεβασμένα; Τώρα που αυταπάτες πια δεν υπάρχουν και οι θλίψεις και οι οδύνες είναι όχι απλά αναπόφευκτες αλλά εδώ μπροστά μας, θυμήσου εκείνες τις λεπτομέρειες.
Γιατί θα έπρεπε να χαθεί και η ανάμνηση ακόμα της χαράς; Εκείνης της γνήσιας χαράς, της τόσο εντελώς διαφορετικής από τη χαρά της υπεραφθονίας; Σε ποιόν το χρωστάμε αυτό για να το χάσουμε; Μπορεί η όρεξη για διάλειμμα να υπερνίκησε κάπως , κάπου, τη όρεξη για δουλειά. Θα πούμε ότι δεν υπήρξε νίκη ποτέ; Μπορεί η προσήλωση και το μεράκι για την λεπτομέρεια να ζαλίστηκε μπροστά στις νέες διαστάσεις της γρηγοράδας και το αφηρημένο όμικρον να σβήστηκε από το στόμα. Προσωρινά.
Μια τελευταία ματιά από το τζαμάκι στη Ρίτσα με πείθει. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος από υλικό που μπορεί να τον πάει πέρα από τα δοσμένα του όρια. Ακόμα και μέσα από μια καλοραμμένη φόδρα. Φθάνει να μπορέσει να εμπνευστεί. Πόσο μάλλον να εμπιστευτεί. Πρωτίστως τον εαυτό του.
Φωτογραφία από την ταινία » Ο άνεμος θα μας πάρει» του Abbas Kiarostami.
Πηγή "Αιχμή"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου